Κι ο Αδάμ με την Εύα γεύτηκαν τους καρπούς του «απαγορευμένου» απ’ το δημιουργό τους δέντρου, ο οποίος τους είχε δώσει πλήρη ελευθερία με μονάχα αυτό τον περιορισμό. Να μείνουν μακριά απ’ αυτό. Αναρωτιέμαι αλήθεια, αν ο Θεός δεν τους είχε θέσει αυτό τον περιορισμό, αν δεν τους έλεγε αυτό το «μη», η ιστορία θα είχε την ίδια έκβαση;

Οι πρωτόπλαστοι θα δοκίμαζαν τους καρπούς ή δε θα έδιναν καμία παραπάνω σημασία σ’ αυτό το δέντρο ανάμεσα σ’ όλα τ’ άλλα; Μήπως ήταν αυτή η εντολή «να μην το ακουμπήσουν» που τους ώθησε να στρέψουν την προσοχή τους σ’ αυτό και τους έσπειρε το ζιζάνιο της περιέργειας;

Αν το δέντρο δεν είχε καν αναφερθεί, δεν του είχε δοθεί τόσο μεγάλο βάρος, οι πρωτόπλαστοι δε θα είχαν ασχοληθεί μαζί του. Αλλά η ανθρώπινη φύση εκδηλώθηκε μονομιάς και το «απαγορευμένο» αποτέλεσε πρόκληση, το «μη» λειτούργησε ως ώθηση κι η ανακάλυψη του μυστηρίου έγινε πλέον στόχος.

Αυτή η απαγόρευση είναι που το έκανε τόσο ποθητό, αυτή συνέστησε το «μύθο» γύρω απ’ αυτό. Κι είναι να μη μυθοποιήσεις κάτι, τότε εξυψώνεται στο μυαλό σου, αποκτά άλλη αξία και θέση κι έχει εξ’ ολοκλήρου άλλη αντιμετώπιση.

Έτσι, όταν ήμασταν μικρά, ήταν να μην ακούσουμε αυτό το «μη» απ’ το στόμα των γονιών μας. Μοιραίο λάθος. Ηχούσε στα αυτιά μας σαν μια τεράστια καμπάνα έναρξης να κατακτήσουμε το απαγορευμένο και δε χτυπούσε η λήξη, αν δε φέρναμε τα πάνω-κάτω. Φωνές, κλάματα, πείσματα, ν’ αρνούμαστε να κάνουμε οτιδήποτε, αν δεν παίρναμε αυτό που θέλαμε, δε συμμορφωνόμασταν, αν δε γινόταν το δικό μας.

Μικρός ή μεγάλος, αυτό το «μη» ώρες-ώρες είναι τόσο προκλητικό! Είναι σαν ν’ ακούς «κάνε το». Λες κι αυτή η μικρούλα λέξη πυροδοτεί έναν σωρό από φωνές που αρχίζουν να σου τριβελίζουν το μυαλό και να σου λένε να κάνεις το αντίθετο. Είναι βαλτό να σε κινητοποιήσει.

Είναι τούτη η λέξη που μπορεί να σε παρακινήσει να κάνεις κάτι που ενδεχομένως να μην είχες ούτε καν σκεφτεί, μέχρι αυτή τη στιγμή, ότι θα έκανες. Τόση δύναμη έχει, που είναι λες και στο βάζει στο κεφάλι από ‘κει που δεν υπήρχε. Είναι η λέξη- κουμπί πολλές φορές και πατώντας τη μπαίνουν σε λειτουργία πείσμα και ξεροκεφαλιά, προκαλώντας στη συνέχεια τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα της παραίνεσης. Αντίδραση δηλαδή.

Κανόνες επιμόρφωσης, οδηγίες συμπεριφοράς κι απαγορεύσεις χωράνε στους δημόσιους χώρους και στα μουσεία, όχι στις ανθρώπινες σχέσεις. Στις ανθρώπινες σχέσεις τα «μη» ισοδυναμούν με πίεση κι η απαγόρευση, με επιθυμία για χειραγώγηση. Να επιβάλλεις, δηλαδή, στον άλλον τη δική σου θέληση, ώστε να κάνει τελικά αυτό που θες εσύ. Να υπερισχύσει η δική σου, της δικής του θέλησης.

Το πρόβλημα εδώ έγκειται, ωστόσο, στο ότι δεν αποτελεί επιλογή σου, φυσικά, και είναι ανεξάρτητο απ’ το γεγονός, αν η ίδια είναι ορθή ή λανθασμένη.

Γιατί ποιος είναι αυτός που θα σου απαγορεύσει οτιδήποτε και γιατί; Ποιος έχει το δικαίωμα στο κάτω-κάτω να το κάνει; Να παίρνει αποφάσεις για σένα, να ξέρει τι είναι καλύτερο για σένα και να στο επιδεικνύει μ’ αυτόν τον τρόπο;

Όσο για το ενδιαφέρον του άλλου προς εσένα υπάρχουν πολύ πιο όμορφοι τρόποι να εκφραστεί. Στη θέση της αδικαιολόγητης απαγόρευσης, ας πούμε, μπορεί να μπει μια συμβουλή. Αναμφισβήτητα, ο τρόπος θα μετρήσει και η συμβουλή θα πιάσει δέκα φορές περισσότερο τόπο απ’ ότι η απαγόρευση.

Είναι το χάσμα μεταξύ συμβουλής κι απαγόρευσης τόσο αγεφύρωτο, που σε καμία περίπτωση δε μπορούν να μετρηθούν. Είναι ο σεβασμός, που διαχωρίζει αυτά τα δύο ολότελα κι η απουσία του αντιστοίχως.

Αν θες, όμως, να μιλάς για σεβασμό, πρώτα απ’ όλα χρειάζεται ν’ αφήσεις στην άκρη τα «μη» και τις απαγορεύσεις, γιατί κάθε άλλο παρά σεβασμό στην προσωπικότητα του άλλου δείχνουν.

 

Επιμέλεια κειμένου Σταυρούλας Βιτετζάκη: Νάννου Αναστασία.

Συντάκτης: Σταυρούλα Βιτετζάκη