Άνθρωποι. Πλάσματα ιδιαίτερα. Ο καθένας μοναδικός. Το να γνωρίζουμε κάποιον αποτελεί μια πρόκληση. Ένα ταξίδι που δεν ξέρουμε τι θα μας επιφέρει. Πώς θα αρχίσει και πόσο μάλλον πώς θα τελειώσει -ή ακόμα κι αν θα τελειώσει. Κι αν είναι δύσκολο το να γνωρίζεις κάποιον και να βουτάς μέσα στην άβυσσο της ψυχής του, αναλογιστείτε πόσο δύσκολο και περίπλοκο είναι να ερωτεύεσαι κάποιον. Πώς, στην τελική, αφήνεσαι να ερωτευτείς κάποιον;

Κι είναι κάτι που συμβαίνει ασυνείδητα. Κάτι που σιγά-σιγά ξεκινάει να φουντώνει μέσα σου. Είναι αυτό το χαμόγελο που θα χαράξεις στο μυαλό σου με την ιδέα του άλλου. Είναι αυτό το άρωμα, που θα σε κρατήσει ξύπνιο ένα ολόκληρο βράδυ. Είναι αυτό το τραγούδι που θα ακούς ξανά και ξανά και θα σχηματίζει το πρόσωπό του. Κι όσο ο χρόνος περνάει, θα βρίσκεις στοργή στην αύρα του. Δε χρειάζεσαι πολλά. Μονάχα την παρουσία του άλλου. Δε χρειάζεσαι ούτε λόγια ούτε τίποτα. Μόνο το βλέμμα του.

Και θα κάνεις πολλά. Θα ‘ναι η σκέψη σου κάθε πρωί. Θα ψάχνεις αφορμές για να ιδωθείτε. Θα θέλεις να ‘σαι μόνιμα η σκέψη του άλλου. Όχι εγωιστικά. Απλά και μόνο επειδή θα ‘ναι η δική σου. Είναι αυτό το αμοιβαίο που αναζητάμε. Επειδή η ιδέα του «χώρια» σε τρελαίνει. Κι όμως, ο άλλος την δέχεται.

Μα δεν μπορεί! Δε γίνεται το άτομο που ερωτεύτηκες να μη σε επιλέγει. Για εσένα ήταν το τέλειο. Ήταν ο άνθρωπος που ήθελες να σε παίρνει απ’ τη δουλειά όταν σχολούσες αργά. Ο άνθρωπος που θα σε στρίμωχνε στο κρεβάτι, μα δε θα διαμαρτυρόσουν. Ο άνθρωπος που θα πίνατε μαζί τσάι τα απογεύματά σας. Ο άνθρωπος που θα χουχουλιάζατε παρέα μπροστά απ’ το τζάκι τα Χριστούγεννα. Ο άνθρωπος που θα σου έκανε έκπληξη στο αεροδρόμιο μετά από εκείνο το ταξίδι. Ήταν, όντως, όμως ή απλά θα ήθελες να είναι;

Επειδή πόσα από αυτά έγιναν πραγματικότητα και πόσα από αυτά ήταν άπλα προσδοκίες; Ήταν απλά ελπίδες, με τις οποίες ταΐσαμε τον εαυτό μας. Μάλλον ήταν όνειρα που ερωτευτήκαμε. Επειδή πιστέψαμε τόσο σε αυτά. Ίσως είναι η ανάγκη για στοργή. Η ανάγκη για αποδοχή. Η ανάγκη απλά για να βρούμε μια αγκαλιά και να την βαπτίσουμε «δική μας». Κι αυτή η ανάγκη μας ωθεί σε αυτή την τρέλα. Στον παραλογισμό του να ερωτευτούμε μια ιδέα. Ένα φάντασμα. Μια σκιά. Πλάθουμε ελπίδες μέσα από ψίχουλα. Άτομα που δε μας έδωσαν το παραμικρό πάτημα, δε μας άφησαν να δούμε το βάθος τους. Κι όμως, δοθήκαμε.

Κι όχι, δεν ήταν το σώμα σου που έδωσες αλλά η ψυχή σου και κυριότερα το μυαλό σου. Επειδή αυτή τη στιγμή η σκέψη τους σε βασανίζει. Και το χειρότερο, δε σε βασανίζει καν η σκέψη τους αλλά η ιδέα που έπλασες για αυτούς. Νοσταλγείς ένα μήνυμά τους. Πιστεύεις όντως πως θα έρθουν έξω απ’ το σπίτι σου. Πως θα σου στείλουν λουλούδια στο γραφείο. Ελπίζεις. Γιατί νιώθεις πως έναν τέτοιο άνθρωπο ερωτεύτηκες.

Αλλά όχι! Ερωτεύτηκες απλά μια ιδέα. Αλλιώς θα ήταν τώρα δίπλα σου. Θα σε αγκάλιαζε και θα σε έκανε να γελάς. Όμως δεν είναι. Κι ίσως ποτέ να μην ήταν. Ποτέ δεν προσπάθησε καν να μπει στη ζωή σου. Υπήρξε ένας περαστικός που πίστεψες ότι πραγματικά γνώρισες. Έπεισες σχεδόν τον εαυτό σου για τον άνθρωπο που είναι. Ακόμα και τώρα δε θέλεις να το παραδεχτείς. Και δε σε ενοχλεί που έκανες λάθος. Σε ενοχλεί η ιδέα ότι δεν ήταν αληθινό.

Επειδή δεν εναπόθεσες απλά ελπίδες σε αυτό το άτομο αλλά τον ίδιο σου τον εαυτό. Για λίγο πίστεψες όντως πως ανήκεις κάπου. Για λίγο ερωτεύτηκες την ιδέα ότι βρήκες καταφύγιο σε μια αγκαλιά. Θα ήθελες πολύ να ‘χες βρει. Αλλά όχι, δυστυχώς δε βρήκες. Ήταν απλά όνειρα που έκανες. Επειδή έζησες σε αυτά τα όνειρα τόσο που τα ταύτισες με την πραγματικότητα.

Και μακάρι να ‘μαι λάθος. Και μακάρι να κάνεις κάτι. Και μακάρι να σε βρω να με περιμένεις έξω απ’ το σπίτι μου. Άλλα πλέον ξέρω πως δε θα γίνει. Επειδή ήσουν μονάχα μια ιδέα. Ποτέ δε με άκουσες. Ποτέ δε με κοίταξες. Ήταν απλά η ανάγκη μου να σε ερωτευτώ. Και μακάρι να κάνω λάθος. Επειδή πονάω, και θα ‘θελα να αξίζει αυτός ο πόνος.

Όμως νομίζω πως μόλις γέλασες με το πόσο λάθος ήμουν, μωρό μου.

Συντάκτης: Νταϊάνα Κραέτε
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη