Εγώ θα κρυφτώ πίσω από ‘σένα, πίσω απ’ το ανάστημα που συμπλήρωνε το δικό μου, πίσω απ’ τον ίσκιο που δεν ξεχώρισα απ’ τον δικό μου, κι εσύ θα κρυφτείς πίσω απ’ το δάχτυλό σου. Θα λέμε ψιθυριστά από ένα τραγούδι γι’ αυτούς που φεύγουν. Ο ρυθμός του θα δίνει το τέμπο στα δάκρυά μας κι όποιος αλλάξει τον τόνο –γιατί θα θέλει να ουρλιάξει– χάνει πρώτος. Ο νικητής θα κλείσει την πόρτα με δύναμη στη μούρη του άλλου, κι απ’ τη σκόνη και τον θόρυβο θα ανοίξουν τα μάτια του να δει την ήττα και την αποχώρηση.

Φοβάμαι να σου πω ότι η σκόνη έγινε απλά άλλο ένα στοιχείο της ατμόσφαιρας, γιατί δεν την καθάρισα ποτέ. Δεν έκανα κινήσεις τακτοποίησης, αναδιαμόρφωσης και σουλουπώματος. Όταν πια τελείωσαν όλοι οι στίχοι, έκατσα στην άκρη για να δω το κέντρο των πάντων. Τα άφησα όλα όπως ήταν και τα επεξεργάστηκα σαν καινούργια -κι ας ήταν εκεί πολύ πριν από μένα. Τα άφησα να με δουν κι αυτά, και χωρίς να θυμάμαι άλλο τραγούδι, χωρίς αλλά λόγια ρυθμικά κάτω απ’ τη γλώσσα κι έναν τόνο στο κορμί, συνεννοηθήκαμε στη σιωπή. Με όλα αυτά που ήταν εκεί και ποτέ δεν τα ακούμπησα, γιατί έφτανε η δική σου αφή, με όλα εκείνα που ζητούσα, αλλά είχα ξεχάσει ποιανού η επιθυμία πληρώνεται πρώτη, με όσα ησύχασα που απέκτησα, αλλά δεν έκαναν για την αγκαλιά μου, με όσα δεν ήθελα να δω και μου άνοιξαν τα μάτια.

Οι νέες οράσεις προορίζονται πάντα για σάρωση του παλιού κατεστημένου, αλλά από ‘κει, απ’ την άκρη που στεκόμουν, εγώ το φίλησα και το έβαλα πάλι στην κορνίζα. Κι έτσι, είπα σε αυτά τα νέα μάτια τι να κάνουν, αφού δεν μπορώ να το πω στην επιθυμία, και γέλασε κι αυτή ειρωνικά, κάπου εκεί βαθιά στο μέσα του νου μου για το πόσο θα αντέξω.

Δε γύρισα ούτε και σε αυτή να πω, τώρα που ξέρω, πόσα πρέπει να αντέξω και πόσα «όχι» θα βρω και το ρολόι θα τα μετράει. Την άφησα να ειρωνεύεται, να νταντεύει τα παλιά μάτια, μην τα ξαναχρειαστώ, κι απ’ το ίδιο βάθος στο κεφάλι μου, έβγαλα ένα άλλο στίχο. Φοβάμαι και γι’ αυτό. Μη δεν τον ολοκληρώσω. Μη δεν τον θυμηθώ όλο και μείνει το τραγούδι μισό -όπως κι ο δρόμος μας. Όμως έτσι, με φόβο, θα το πάω, έτσι, με αγωνία θα το περπατήσω και με έναν κόμπο στον λαιμό, που όλο κάτι θα αρχίζει και θα το παύει με λίγο σάλιο και μπόλικο «γαμώτο».

Βλέπω πιο πέρα από πριν, διακρίνω ακόμα και στο σκοτάδι όσα έκρυβα κάτω απ’ το πουκάμισό σου στο φως, κι έτσι ας έρθει κι ο φόβος μαζί. Να μη νιώθει μόνος κι αυτός, να ‘χω και σε κάποιον να λέω τραγούδια γι’ αυτούς που μένουν και για όμορφα μάτια που κοιτάνε τη θάλασσα και βλέπουν την αλήθεια, που κοιτάνε στον καθρέφτη και βλέπουν το μέλλον. Φοβάμαι και να σου πω πόσο θα ήθελα να μείνεις, τελικά, γιατί είσαι κι εσύ το ίδιο τυφλός, απλά σε άλλο νόημα. Σε εκείνη την άλλη θάλασσα, που όσοι επιπλέουν, χαίρονται μόνο γιατί έπνιξαν τους άλλους.

Με μάτια ανοιχτά, λοιπόν, με χέρια πάντα να ψάχνουν νου που τραγουδάει, μέχρι να βρει τον ρυθμό του, και καρδιά που δεν ξέχασε πώς την λένε, θα σου πω το μόνο που δε φοβάμαι, κι ύστερα θα συνεχίσω να φοβάμαι, χωρίς να το μάθεις ποτέ ξανά: Δε φοβάμαι να ανοίξω τα μάτια μου πια, γιατί βλέπω την αλήθεια ακόμα κι όταν τα κλείνω.

Συντάκτης: Πέπη Νάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη