Ξημερώνει, πάλι. Άλλη μια νύχτα βυθίστηκε στη δίνη της ανυπαρξίας. Όταν το μυαλό τρέχει να σωθεί απ’ αυτά που σκέφτεσαι, δε βοηθάει ούτε το να μετρήσεις προβατάκια, ούτε το να φανταστείς ότι τρέχεις σε πράσινες εύφορες κοιλάδες με καταγάλανα ρυάκια. Δε βοηθάει ούτε καν η άγαρμπη αυθυποβολή η ίδια, τύπου «κοιμήσου επιτέλους, λέμε, το κέρατό μου».

Εντάξει, δεν πάει άλλο, κάτι πρέπει να γίνει όμως, ναι; Δε γίνεται αυτό το πράγμα. Δε θα πέσεις κάτω και θα σε μαζεύουν με το κουταλάκι έτσι απλά, επειδή ανήκεις στους φρέσκο-χωρισμένους. Πιάνεις το κινητό σου, κοιτάς τις επαφές, φτάνεις στο «Χ».

Εκεί έγραφε «Μωράκι» μέχρι πριν κάποιες μέρες. Τώρα μόνο «Χ» μπορεί να γράφει. Εκτός του ότι «Χ» έχεις ρίξει στην όλη φάση, σε όλα όσα πέρασαν, τι άλλο να έγραφες εκεί πέρα; Μαλακισμένο; Πινόκιο; Stone-cold scum? Άστο να πάει στο διάολο, μια χαρά είναι το Χ. Τουλάχιστον αν πάρει τηλέφωνο ποτέ, να ξέρεις τι και πώς. Κι εννοείται, να μην το σηκώσεις.

Κοπανάς λίγο το μαξιλάρι σου. Αφού δε θα κοιμηθείς, η ώρα είναι πολύ νωρίς για να πιεις καφέ και να ξεκινήσεις τις δραστηριότητες των νορμάλ ανθρώπων, αυτών που δε βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση. Mα ταυτόχρονα και πολύ αργά για να ξεκουράσεις το οτιδήποτε. Σηκώνεσαι αργά, με βλέμμα νεκροζώντανου και σέρνεις τα βήματα σου μέχρι το μπάνιο. «Ήρθε η ώρα να λογαριαστούμε», σιγοψιθυρίζεις ενώ ανάβεις το φως.

Στέκεσαι μπροστά στον καθρέφτη. Στήνεις το κινητό όρθιο στο πλυντήριο, με την κάμερα να γράφει video. Μιλάς για λίγα δεύτερα και τσεκάρεις αν γράφει ΟΚ η κάμερα. Μια χαρά γράφει, άσχετα αν οι μαύροι κύκλοι φαίνονται και θυμίζεις λίγο από ανθρώπινη διασταύρωση με ρακούν. Δε γαμιέται, δε χρειάζεται ομορφιά, μπρίο και περιποίηση για το συγκεκριμένο. Πόλεμο έχουμε.

Τι, δεν το ‘πιασες; Μα φυσικά κι έχουμε πόλεμο! Ψυχολογικό βέβαια, μην πάει ο νους σου σε οβίδες και μυδραλιοβόλα. Αλλά ναι, c’est la guerre! Ξεκινάς και πάλι την εγγραφή video, γιατί σήμερα στις 06:12 ακριβώς θα το ρίξεις το πολεμικό ανακοινωθέν, μια και καλή. Μιλάς, με το μάτι καρφωμένο στην κάμερα και μάλλον παγερό τόνο στη φωνή.

«Δηλαδή, ρε συ, επειδή χωρίσαμε πρέπει να χώνεις τη μύτη σου παντού; Δε σφάξανε! Αφού δεν κοιτάς τη δουλειά σου, ο ψυχολογικός πόλεμος έχει ήδη αρχίσει. Για κάτσε, με ποιο δικαίωμα μιλάς, σα να μην τρέχει τίποτα, με τους φίλους και τις φίλες μου;

Νομίζεις ότι αν κάνεις λίγα παραπάνω like & comment στο Facebook, θα τα δω και θα εμφανιστώ έξω απ’ την πόρτα σου μυξοκλαίγοντας, τραγουδώντας το «Γύρνα πίσω» του Κιάμου με λυγμούς μετάνοιας κι έναν αναπτήρα στο χέρι να κουνιέται ρυθμικά αναμμένος πάνω-κάτω;

Ή μήπως είναι δύσκολο να καταλάβω ότι, εντελώς τυχαία και συμπτωματικά φυσικά, ξαφνικά αγάπησες την καφετέρια-στέκι μου, αυτή που εγώ σε πρωτοπήγα και σου είχε φανεί «έτσι κι έτσι»; Αφού κάθε τόσο εκεί είσαι. Με παρέα που εναλλάσσεται κιόλας, αλίμονο, μην καρφωθούμε…

Ξεπέρασε το! Τελείωσε είπαμε. Κι εγώ και ‘συ μαζί. Δεν υπάρχει λόγος να μου τη σπας και να με πρήζεις. Δε θα γίνουν όλα όπως πρώτα. Σκηνή δε θα κάνω, εννοείται. Παιδιά είμαστε; Όμως ξεκόλλα. Ξεκόλλα τώρα που είναι ακόμα νωρίς, πάρ’ το σαν τελεσίγραφο αν σου κάθεται καλύτερα.

Δε θέλεις να μπω στο ίδιο τριπάκι, απλά. Γιατί αν μπω, τότε μου είναι πολύ εύκολο να κάνω τα ίδια και χειρότερα. Να πάμε «τυχαία» για ποτό με τη μισή παρέα σου, όμως όχι εσένα. Να το παίζω Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ στα posts και τα likes. Να με βλέπεις μπροστά σου κάθε τόσο, όμως όταν κοιτάς προς τα μάτια μου, αν κοιτάω προς τα κει εκείνη την ώρα, να συναντάς μονάχα αδιαφορία και οίκτο.

Γι’ αυτό σου λέω. Σταμάτα τώρα, πριν γίνει πιο σκατά όλο αυτό. Για όλες τις καλές στιγμές που περάσαμε, έστω γι’ αυτές.»

Σηκώνεσαι, πατάς stop στην κάμερα, ξαναβλέπεις τι έγραψε. Όσο να πεις, τα ‘βγαλες από μέσα σου κι ηρέμησες λίγο. Τώρα, αυτό το ντοκουμέντο να το στείλεις ή να παίξεις και συ βρώμικα συνεχίζοντας τον ψυχολογικό πόλεμο μέχρι να βαρεθείτε κι οι δυο;

Είναι πολύ πρωί κι υποφέρεις από οξεία σημαντική έλλειψη καφεΐνης για ν’ απαντήσεις το συγκεκριμένο ερώτημα. Άσε, θα πάρεις μια δεύτερη γνώμη το βράδυ. Τη γνώμη του κολλητού που είναι πάντα πολύτιμη. Και θα δεις τι θα κάνεις.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι σ’ αυτόν τον πόλεμο θα νικήσεις! Τι τα φοράς τα γαλόνια απ’ τις προηγούμενες σχέσεις; Ώρα να τα χρησιμοποιήσεις για το κοινό καλό. Βασικά, για το δικό σου καλό. Γιατί σ’ αυτή τη φάση έχει πολλή πιο μεγάλη σημασία να κοιμάσαι ξανά ήσυχα, παρά το τι κάνει ο οποιοσδήποτε άλλος.

Μπαίνεις για μπάνιο με λίγο πολεμική, πλην όμως και λίγο ανανεωμένη διάθεση και το μάτι γαρίδα. Ασυναίσθητα σφυρίζεις τη μελωδία από το “You’re in the army now”. Κοιτάς έξω κι έχει βγει ο ήλιος πια. Ξημέρωσε, πάλι.

 

Eπιμέλεια κειμένου Γιάννη Ματζαβράκου: Ελευθερία Παπασάββα.

Συντάκτης: Γιάννης Ματζαβράκος