Εδώ και πάρα πολύ καιρό, δεν τα πήγαινες καλά με τις Κυριακές. Προφανώς ο περισσότερος κόσμος έχει τα θέματά του με τις Δευτέρες, αλλά εσύ το έπιανες διαφορετικά κι αυτό, όπως τόσα άλλα. Οι Κυριακές ήταν θλιβερές για σένα. Συντηρητικές και παραδόπιστες, φτιασιδωμένες και δήθεν.

Σαν τις γιαγιάδες, που κάθε Κυριακή πρωί στην εκκλησία ήταν υποδείγματα σεμνότητας και ταπεινότητας, με τα ταγέρ και τις πέρλες τους γύρω απ’ το λαιμό και τις άλλες μέρες ήταν όσο άνθρωποι είμαστε όλοι -με τα μείον τους, τις αδυναμίες τους, τα μπουρίνια τους, κλασικά πράγματα.

Κι άλλα πράγματα δε γούσταρες στις Κυριακές. Τα κλειστά μαγαζιά, τους δρόμους που ήταν πιο έρημοι απ’ τις περισσότερες μέρες, τα οικογενειακά τραπέζια που σιχαινόσουν για χρόνια ολάκερα, έως ότου κόπηκαν μαχαίρι.

Αλλά ας μην κοροϊδεύομαστε: Ο βασικότερος ίσως λόγος που εύχεσαι η εβδομάδα να είχε 6 μέρες και να κάναμε διάλειμμα απ’ τις δουλειές μας το ΠαρασκευοΣάββατο ήταν πως Κυριακή έγινε ό,τι έγινε τότε. Ήταν με διαφορά η καλύτερη Κυριακή της ζωής σου, όλες οι επόμενες θα μπορούσαν να διαγραφούν απ’ το ημερολόγιο μέχρι να σβήσει ο ήλιος.

Βρισκόμαστε μερικά χρόνια πίσω, σε μια εποχή που φαντάζει διαφορετική, αθώα μα κι οικεία. Δεν υπήρχε «κρίση», με την έννοια που πήρε αργότερα ο όρος. Υπήρχαν περισσότερα χαμόγελα, περισσότερη αγάπη, περισσότερα όνειρα, απλωμένα παντού τριγύρω.

Μετά από ακριβώς οκτώ ημέρες ασταμάτητης πλύσης εγκεφάλου απ’ την παρέα, έκανες μια ανασκόπηση των οικονομικών σου· καλά ήταν, αλλά κάτι έλειπε. Φόρεσες μαζί με τα ωραία σου ρούχα και το πιο αστραφτερό σου χαμόγελο και ζήτησες τη διαφορά απ’ τη μαμά σου. Σου χαμογέλασε πονηρά και στην έδωσε, μαζί με την ευχή της για καλό ταξίδι.

Το πρώτο σου Πάσχα χωρίς συγγενείς και σόγια! Το πρώτο σου Πάσχα, με φίλους στο Πήλιο.

Ακριβώς εκεί γνωριστήκατε, σαν αποτέλεσμα ενός γλυκού ατυχήματος. Παραπάτησε η σερβιτόρα και σας έκανε λίγο χάλια, καθόσασταν βλέπεις σε δύο τραπέζια δίπλα-δίπλα. Η σοκολάτα ρόφημα σας πιτσίλισε τα πρόσωπα, οπότε αμέσως μετά τη στιγμιαία έκπληξη, την οργή και την ενόχληση για το κακό που σας βρήκε, κοιταχτήκατε -και σκάσατε στα γέλια.

Φυσικά, γίνατε μία παρέα και γνωριστήκατε μ’ όλους. Την έλεγαν Μαριλένα. Έμαθες ότι ήταν από ‘κει κοντά, έμενε στο κεφαλοχώρι. Κάπου εκεί, σε βρήκε ένα μεγάλο και πρωτόγνωρο κακό! Ερωτεύτηκες -παράφορα, κεραυνοβόλα κι ασυναίσθητα. Η καρδιά σου χτυπούσε σαν το καμπαναριό της Παναγίας των Παρισίων.

Πόνταρες στο κόκκινο: Δύο κόκκινα μάγουλα απέναντί σου, κόκκινα από πάθος, από έρωτα, απ’ ό,τι θες. Και κέρδισες, ήταν αμοιβαίο αυτό το υπέροχο συναίσθημα. Περάσατε το Πάσχα περισσότερο μαζί παρά με τους φίλους. Ένιωθες, απλά, ότι οι ώρες ήταν πολύ λίγες για να τις χαραμίσεις μακριά της.

Μια μέρα, σου πρότεινε να κάνετε μια βόλτα σε ένα κρυφό μονοπάτι, το βράδυ. Δεν είχες μεγάλη εμπειρία με τη μητέρα φύση το βράδυ, ή γενικά, αλλά χατίρι δεν ήθελες να χαλάσεις. Βρεθήκατε σε ένα ξέφωτο και ξαφνικά αισθάνθηκες πολύ μικρός κι ασήμαντος.

Εκείνο το βράδυ, στο ξέφωτο έξω απ’ το ορεινό χωριουδάκι, εσύ, το πλάσμα της πόλης, είδες τόσα αστέρια όσα δεν είχες δει από γεννησιμιού σου. Αποκλείεται να πετύχατε έστω κι ένα σωστό όνομα, αλλά ένιωθες σαν να είχαν ζωγραφιστεί ανεξίτηλα στα τοιχώματα του είναι σου.

Περιτριγυρισμένος από λανθασμένους Ωρίωνες, Άλφα του Κενταύρου που μάλλον το είχατε στείλει στο Γάμα-τα, Μεγάλες Άρκτους που μπήκαν στο πλύσιμο και δεκάδες άλλα λάθος αστέρια, ένιωθες πως τίποτα άλλο στον κόσμο δεν είχε σημασία, εκτός απ’ το σήμερα.

Κυριακή βράδυ ήταν -την επόμενη μέρα το πρωί έφευγες. Έμαθες στο ενδιάμεσο πως τα όνειρα που σκάρωσες στα γρήγορα, να δουλέψεις σερβιτόρος κάπου για να τη βοηθήσεις να έρθει να μείνει στη γειτονιά σου -κι άλλες αθώες σκέψεις της νιότης- δεν ήταν γραφτό να σου βγουν: Επαρχιακή κοινωνία εκεί, άλλα ήθη κι έθιμα, δε ζούσατε σε σενάριο ταινίας για να σας πάνε όλα πρίμα όσο περιπετειώδη κι αν ακούγονταν.

Δεν είχες το κουράγιο να ξαναβρεθείς στο ίδιο χωριουδάκι από τότε. Γιατί, για να τη δεις με οικογένεια και παιδιά; Δεν ξέρεις πώς θα το έπαιρνες.

Αποφάσισες να κρατήσεις στο μυαλό σου αυτή την Κυριακή, με τα λάθος αστέρια που ονομάσατε μαζί -κι αυτό ακριβώς έκανες. Εκείνη η Κυριακή κάλυψε όλες τις άλλες, στο παρελθόν και στο μέλλον μαζί, με μια δόση μαγείας, αυτή που πάντα χαρίζει ο έρωτας.

Γι’ αυτό, ακόμα και σήμερα, με τα χρόνια να πέρασαν, έχεις πολύ καλό λόγο να μη γουστάρεις τις Κυριακές. Άλλωστε, μπορεί να κράτησε λίγο, μπορεί να μην ήταν δυνατό να μείνετε για πάντα μαζί, αλλά ήταν ο πρώτος σου έρωτας, λουσμένος στο φως των αστεριών. Είναι δυνατόν να το ξεχάσει αυτό κανείς;

 

Επιμέλεια Κειμένου Γιάννη Ματζαβράκου: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Γιάννης Ματζαβράκος