Έλα να μιλήσουμε λίγο για την καψούρα και τις κακές της προεκτάσεις, γιατί καλές εδώ που τα λέμε δεν έχει. Μιλάω για εκείνο το τοξικό συναίσθημα που ντοπάρει μεν βαρεμένους οργανισμούς κάνοντάς τους να νιώθουν επιτέλους λιγάκι ζωντανοί μα ταυτόχρονα νεκρώνει κάθε εναπομένον εγκεφαλικό κύτταρο που σε κάνει να φέρεσαι, να μιλάς και να κινείσαι ως φυσιολογικός άνθρωπος όταν το αντικείμενο της κάψας σου τριγυρίζει εκεί γύρω, ή έστω στο μυαλό σου.

Μιλάω για το αίσθημα εκείνο που στα ξαφνικά σου κλέβει κάθε ρανίδα αυτοπεποίθησης και σε κάνει να αισθάνεσαι βλακάκος κι ανεπαρκής, χωρίς να καταλαβαίνεις το λόγο. Αρχίζεις λοιπόν να δυσκολεύεσαι σε πράγματα που δεν έχουν ούτε κατά διάνοια βαθμό δυσκολίας και νιώθεις διαρκώς περίεργα, χωρίς να μπορείς ν’ αποφασίσεις αν αυτό το περίεργα είναι ευχάριστο ή δυσάρεστο· ξέρεις μόνο πως είναι ενοχλητικό και πως μια χαρά είχες την ησυχία σου πριν χαζέψεις.

Απ’ το πουθενά λοιπόν χάνεις τα λόγια σου και το χιούμορ για το οποίο φημίζεσαι χρόνια τώρα γίνεται ένα τσακ πιο κρύο. Βλέπεις τον άλλον κι αναρωτιέσαι αν πρέπει να χαιρετήσεις ή να κάνεις πως δεν τον είδες επειδή δεν είσαι έτοιμος για τη μεγάλη στιγμή που θα πείτε «γεια» ως νορμάλ άνθρωποι, ζηλεύεις άσχετο κόσμο, παρανοείς και γενικά φέρεσαι αλλόκοτα χωρίς να υπάρχει αιτία, έτσι, επειδή απλά έχεις τη μύγα και μυγιάζεσαι.

Το ξέρεις πως τα έχεις κάνει σκατά· το καταλαβαίνεις κάθε φορά που απομακρύνεσαι κι αρχίζεις να αναρωτιέσαι αν έπρεπε να κάνεις το ένα αντί για το άλλο, αν σε είδε που έκανες πως δεν την είδες, αν κατάλαβε πόσο τον γουστάρεις επειδή τράβηξες λίγο πιο ναζιάρικα το «α» στο «γειαααα…» κι άλλα τέτοια.

Κι εκεί που αποφασίζεις πως δεν έχεις σωτηρία real life, λες «δε γαμιέται, αφού κολλάω από κοντά θα παίξω μπαλίτσα μέσω μηνυμάτων». Και παίζεις. Μόνο που εκεί που κάποτε ήσουν κατηγορία Champions League, ξαφνικά μπερδεύεις τα μπούτια σου κι απ’ το πουθενά παίζεις Β’ ερασιτεχνικό με το Χωρύγι.

Επειδή δεν ξέρεις τι θα πει καψούρα αν δεν έχεις γράψει-σβήσει 52.694 φορές ένα απλό «Τι κάνεις;». Ξέρεις τώρα, μη μου πεις πως δεν ξέρεις. Μιλάω για τις στιγμές που αναρωτιέσαι αν ακούγεσαι βαρετός, τι θα γίνει αν λάβει το μήνυμά σου και μονολογήσει «άντε πάλι με το μαλάκα» ή «τι θέλει πάλι το βλήμα», αν αδιαφορήσει, αν πρέπει να πεις κάτι πιο έξυπνο για να μη σε περάσει για λιγούρη ή να μη στείλεις καθόλου για να μη μοιάζεις υπερβολικά διαθέσιμη.

Και γράφεις λοιπόν και σβήνεις, και ξαναγράφεις και ξανασβήνεις, ώσπου κουράζεσαι και δε στέλνεις τίποτα. Πας ν’ ασχοληθείς με κάτι άλλο μπας και ξεχαστείς και τρως το μέσα σου για το τι θα γινόταν αν τελικά έστελνες. Το σκέφτεσαι λογικά, καταλαβαίνεις μεν πως ένα απλό «τι κάνεις» είναι, δε χρειάζεται να κάνεις έτσι αλλά, και πάλι, εσύ νιώθεις λες και σε βάλανε να τετραγωνίσεις τον κύκλο.

Τα πράγματα βέβαια γίνονται πολύ χειρότερα αν αντί γι’ αυτό το απλό «τι κάνεις» εσύ έχεις αποφασίσει να στείλεις κάτι άλλο. Ένα αστείο, ένα πείραγμα, ένα παράπονο, κάτι ρε πουλάκι μου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση σχεδόν ξεχνάς γραμματική, συντακτικό και φθόγγους κι απλά έχεις έναν αναβοσβήνοντα κέρσορα κι ένα σφιγμένο στομάχι που μόνο δυσκολότερη κάνουν την όλη φάση.

Όχι πως τα πράγματα γίνονται ευκολότερα αν στείλει πρώτος ο άλλος. Επειδή εκεί θα βγάλει μεν το φίδι της αρχής απ’ την τρύπα, αλλά και πάλι σου επιβάλει την αγωνία της σωστής κι έγκαιρης απάντησης. Να απαντήσεις γρήγορα; Όχι, θα νομίζει πως δεν έχεις άλλη δουλειά όλη μέρα. Να απαντήσεις αργότερα; Οκ, αλλά πόσο αργότερα, μη νομίζει κιόλας πως αδιαφορείς. Να βάλεις τελεία ή μοιάζει πολύ αυστηρό; Όχι, βάλε καλύτερα αποσιωπητικά, να δώσεις στην κουβέντα μια υφέρπουσα νότα μυστηρίου. Ξαναγράψε, ξανασβήσε, μην αρχίσω να λέω για τα emoticons και τις παγίδες που κρύβουν, σωτηρία δεν υπάρχει, να ξέρεις.

Γιατί το νιώθεις όμως όλο αυτό; Να σου πω εγώ το λόγο· επειδή η καψούρα είναι το πιο άρρωστα απολαυστικό συναίσθημα του κόσμου και στη σπάνια περίπτωση που είναι αληθινή κι απλωθεί μέσα σου σαν αγαπησιάρικη χολέρα, εσύ έχεις την υποχρέωση να την αφήσεις να κάνει τη δουλειά της και να σε ρημάξει γλυκά, κατάλαβες; Δε νιώθουν εύκολα οι άνθρωποι, παρ’ το χαμπάρι και μην αφήνεις το δισταγμό σου να επηρεάσει κάτι που μπορεί να σου χρωματίσει την καθημερινότητα.

Μπορεί όντως να φαίνεσαι όσο βλάκας νομίζεις, μπορεί όμως κι η άλλη πλευρά να νιώθει ακριβώς το ίδιο και να θαυμάζει το θάρρος και την επιμονή σου αντιπαραβάλλοντάς τη δίπλα στη δική της ατολμία, σε περίπτωση βέβαια που το γουστάρισμα είναι αμφίδρομο. Μα ακόμα κι αν δεν είναι εσύ να στέλνεις και να εκφράζεσαι, όσες φορές κι αν χρειαστεί να το πατήσεις εκείνο το βρωμοbackspace που έχει ρημάξει τόσα συναισθήματα εξ αρχής υπολογιστών· κι αυτοί που δεν έστειλαν τι κατάλαβαν;

Να στέλνεις μέχρι να μην τρέμουν πια τα δάχτυλά σου, ή έστω μέχρι να σου κάνουν block ή ασφαλιστικά μέτρα. Και σταμάτα να σβήνεις. Έχω πληροφορίες πως τα κότσια είναι το νέο μαύρο.

 

Συντάκτης: Φρόσω Μαγκαφοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη