Ωραίο πράγμα το βόλεμα μωρό μου. Έχεις έναν άνθρωπο διπλά σου. Δεν είσαι μόνος, να σε πνίγει το βράδυ η ηχώ σου. Έχεις κάποιον να μοιραστείς τις ανησυχίες σου κι ας μη σε καταλαβαίνει. Και ας μη σου δίνει αυτά που εσύ θεωρείς αναγκαία. Τουλάχιστον έχεις κάποιον. Και μένεις σε σχέσεις που σχεδόν σε ικανοποιούν. Κι ας είναι μισές. Τι κι αν το «σχεδόν» είναι λειψό; Ξέρεις, περνάνε τα χρόνια. Πού να τρέχεις τώρα και να ξεβολεύεσαι. Δεν έχεις να απαντήσεις και στις ερωτήσεις της μάνας σου. «Ποτέ θα βρεις ένα κάλο παιδί να παντρευτείς, να κάνεις οικογένεια, τα χρονιά περνάνε. Τι θες να μείνεις μπακούρι;»

Μα ακόμα κι αν τελικά πάρεις την απόφαση να χωρίσεις, θα μπει η κασέτα: «Τι σου φταίξε και χώρισες, καλό παιδί, ήσυχο, από καλή οικογένεια και σ ‘αγαπούσε, το είδα εγώ. Τρέχα πίσω να τα ξαναβρείτε». Και μετά τι; Φτου κι από την αρχή στη γύρα, να παίρνεις σβάρνα όλα τα μπαράκια και της καφετέριες της γειτονιάς, στην αναζήτηση για το άλλο σου μισό; Άσε, καλύτερα να μείνεις στην άνεσή σου. Έτσι κι αλλιώς το τέλειο δεν υπάρχει, ή δεν το βρήκε μάλλον ποτέ και κάνεις. Πού να τρέχεις τώρα να βρεις και νέο σπίτι. Τα ενοίκια έχουν πάει στον θεό, πώς να τα βγάλεις πέρα, φάση είναι θα περάσει, όπως πέρασαν τόσες και τόσες. Και μαζί περνάνε και τα χρόνια, και χάνεις πρώτα ένα κομμάτι σου και μετά τη ζωή σου όλη, που δυστυχώς πίσω δε γυρνάει.

Υπάρχει άνθρωπος που δέχεται να μένει στα μισά, σε μια ζωή ολόκληρη; Κι άντε και υπάρχει, πώς μπορείς να μένεις σε μια κατάσταση που δε σε γεμίζει και ταυτόχρονα συμπεριφέρεσαι λες κι είναι όλα μέλι γάλα! Τι φοβερή υποκριτική ικανότητα είναι τούτη που αναπτύξαμε, που κοροϊδευόμαστε με τόση άνεση αναμεταξύ μας; Τόσα ζευγάρια που αν και γνωρίζουν πως το πράγμα δεν πάει άλλο, έχει πιάσει πάτο, χωρίς να έχουν να δώσουν περισσότερα ο ένας στον άλλο, δε βρίσκουν το θάρρος να το παραδεχτούν και να το τερματίσουν. Δύσκολο πράγμα να ξανακτίζεις από την αρχή την καθημερινότητά σου και τη ζωή σου, χωρίς τον θεωρητικά άνθρωπό σου, αλλά αν όντως μπορούσαν όλοι αυτοί να απεικονίσουν τη ζωή τους, θα έφτιαχναν ένα επίπεδο καρδιογράφημα, χωρίς σκαμπανεβάσματα. Οπότε, πώς λες πως φοβάσαι να αλλάξεις ζωή ενώ ήδη ζεις τον θάνατό σου;

Θεωρητικά ο ερωτάς κάποτε τελειώνει, ακόμη και οι μεγαλύτεροι. Σε μια σχέση, λοιπόν, κάποτε έρχεται η στιγμή που γνωρίζουμε τον άλλο κι από την καλή κι από την ανάποδη και κάπου εκεί ίσως νιώσουμε ότι δεν έχουμε να πάρουμε ή να μάθουμε κάτι παραπάνω. Εδώ να τονίσω, ότι άλλο πράγμα η οικειότητα κι άλλο η συνήθεια. Η συνήθεια είναι το βόλεμα που μας κρατάει, τόσο γιατί φοβόμαστε για το άγνωστο που θα αντιμετωπίσουμε, όσο και γιατί δε θέλουμε να παραδεχτούμε πως δε μας βγήκε ετούτη η παρτίδα. Και κάπως έτσι καταλήγουμε σε σχέσεις μισές, ανικανοποίητες απλά για το βόλεμα και μόνο. Παρ’ όλα αυτά, αυτές ακριβώς είναι που τους οφείλουμε ένα οριστικό τέλος. Γιατί κάλλιο να πεθάνουμε μια φορά, παρά κάθε μέρα κι από λίγο.

Συντάκτης: Τόνια Κωνσταντίνου