Ένα άδειο βράδυ ενός επερχόμενου χειμώνα, που ακόμα φοράει τα φθινοπωρινά του, κι ένα σωρό σκέψεις. Σαλεύουν το μυαλό σου σε μια ατελείωτη λούπα αρνητικής σκέψης και το κάνουν μετανάστη απ’ την εμπόλεμη ζώνη των συναισθημάτων στα οργανωμένα αστικά κέντρα της λογικής. Κι όλα αυτά με σκοπό την επιβίωση.

Σε βάζω κι εσένα, που κάνεις μια σύντομη βουτιά στο μυαλό μου, συνομιλητή. Βοηθά με να απαντήσω στο γιατί η λογική τα λύνει τόσο απλά όλα και τα κάνει τόσο ξεκάθαρα, αλλά εμείς τείνουμε να τα μπουρδουκλώνουμε το συναίσθημα και να χαλάμε τους εαυτούς μας. Τι είναι αυτό που το μυαλό ορίζει ως σωστό και τι είναι εκείνο που καταντάει την καρδιά να λανθάνει κάποιες φορές;

Σκληρό κι αυταρχικό το μυαλό μου μοιάζει. Φωνάζει συνέχεια «Άκου με, ρε! Να είσαι ειλικρινής κι όλα θα είναι καλά!» κι εγώ το ρίχνω επάνω σου το μπαλάκι. Πες μου, τι λέει; Πώς μπορείς να είσαι πάντα ειλικρινής; Πώς μπορείς να λύσεις τα πάντα με την ειλικρίνεια; Στα μάτια μου μοιάζει με δίκοπο μαχαίρι που προσπαθείς να σηκώσεις απ’ το πάτωμα κρατώντας το απ’ τη λεπίδα. Θα σε βοηθήσει μεν να αμυνθείς στον εχθρό που ονομάζουμε «πρόβλημα», αλλά επίσης θα σε πληγώσει και θα σου αφήσει μια πληγή που δε θα σταματήσει να τρέχει.

Σε ρωτάω, λοιπόν, έχεις κάτσει ποτέ να παρατηρήσεις τις δυο πλευρές της λεπίδας που κρατάς στο χέρι σου; Την όψη της, τη μορφή της, το φως της. Τα θετικά και τα αρνητικά. Την ασημοστολισμένη πλευρά με τα χαραγμένα λόγια μιας όμορφης ευχής αλλά και την άλλη, την πιο κοφτερή πλευρά, που μοιάζει πιο μαύρη κι απ’ το σκοτάδι όταν κλείνεις τα μάτια σου.

Αν κοιτάξεις προσεκτικά θα δεις εκείνη τη στιγμή που άνοιξες την καρδιά σου στην καλύτερή σου φίλη που ποτέ δεν είδες φιλικά. Εκείνη τη στιγμή που υπερασπίστηκες τον εαυτό σου στον καθηγητή που ξέρεις πως είναι λάθος. Εκείνη τη στιγμή που είπες στη μάνα σου πως την αγαπάς και την ευχαριστείς για όλα, αλλά κι εκείνη που αντιμετώπισες με ειλικρίνεια το αφεντικό σου κι υπερασπίστηκες τη θέση σου γνωρίζοντας πως αυτός κρατάει την κλωστή, αυτός και το ψαλίδι.

Δες, λοιπόν, τις στιγμές που θες να γεμίσεις με ειλικρίνεια πού μπορούν να καταλήξουν. Ναι, κάποιες επιλογές μας έχουν μικρές επιπτώσεις κι αν πεις στο σερβιτόρο πως ο φρέντο δε σου άρεσε, το πολύ να μην πιεις καφέ ή να στον αλλάξουν. Αλλά φαντάσου και τις αδιανόητες στιγμές που λες ακριβώς ό,τι σκέφτεσαι, ακόμα και τον τελευταίο φόβο που υπάρχει μέσα στο μυαλό σου. Τις στιγμές που εξιστορείς κάθε τρελή επιθυμία σου, εκείνες που μπορεί να τις τιθασεύεις για τα μάτια των άλλων, αλλά δε σταματούν να υπάρχουν, τις κλεισμένες στο πιο καλοδιατηρημένο αλλά και απόμακρο συρτάρι του μυαλού σου.

Και να που κι εσύ, όπως κι εγώ, αρχίζεις να καταλαβαίνεις πως μια μάσκα είναι πάντα απαραίτητη. Απ’ το ότι θα βαφτείς για να μη δουν όλοι το πρόσωπο που ξυπνάει το πρωί τον καθρέφτη του μπάνιου σου, μέχρι το ότι δε θα βρίσεις το αφεντικό σου και σήμερα για τις υπερωρίες που σε βάζει να κανείς, κι ας έχεις να πας να πάρεις το παιδί σου απ’ το σχολείο.

Θα δεις πως αν υποκύπταμε στον πειρασμό και λέγαμε πάντα την αλήθεια κι ό,τι ακριβώς σκεφτόμασταν, ο κόσμος θα ήταν ένα χάος. Θα έβλεπες το λάθος απ’ τον πιο φτωχό μέχρι τον πιο πλούσιο, απ’ τον πιο γενναίο ως και τον πιο δειλό, απ’ τον πιο ευγενικό μέχρι και τον πιο αγενή.

Κάπου εκεί έξω, θα ήταν ένας αγρότης που θα έλεγε στον γείτονα πως ο καρπός του είναι καλύτερος και πως δεν του αξίζει γιατί δεν κοπιάστε όσο αυτός και μπορεί να έφτανε να του βάλει και φωτιά για την αδικία. Θα έβλεπες έναν επιχειρηματία μπροστά σε μια συμφωνία, που τον βολεύει να κρύψει πολλά στα μικρά γράμματα του συμβολαίου, να λέει στον πωλητή ποσό τον εκμεταλλεύεται αν υπογράψει. Θα έβλεπες ένα γενναίο να λέει πως δεν έπεσε στην φωτιά για να σώσει τη γάτα, γιατί είναι απλά μια γάτα. Ακόμα κι έναν δικτάτορα να φωνάζει στους πιστούς του, θυσιαστείτε για το δικό μου καλό. Πόσοι πόλεμοι θα υπήρχαν στον κόσμο αν έλεγε ο καθένας μας πως επιθυμεί αυτό που ο άλλος έχει.

Αναρωτιέσαι, άραγε, ποσά καλά μπορείς να κανείς με τη σωσίβια λέμβο που καλούμε άδικα «υποκρισία»; Πόσες φιλίες σώθηκαν κρύβοντας τις ξαφνικές ερωτικές επιθυμίες που δεν έπρεπε να υπάρξουν. Πόσες ζωές σώθηκαν κρύβοντας τη λαγνεία ενός στρατιώτη για αίμα αλλά και πόσες σχέσεις επιβίωσαν κρύβοντας αυτό το κάτι που ξέρουμε κι οι δυο πολύ καλά πως θα ήταν επιβλαβές και για τις δυο πλευρές.

Γιατί, πώς να το κάνουμε, σε έναν κόσμο γεμάτο φόβο και κρυφά μυστικά, δε γίνεται να είσαι απολύτως ειλικρινής, θα βάλεις κι εσύ τη μάσκα σου και θα γίνεις το φάντασμα μιας όπερας που ονομάζεις καθημερινότητα. Και θα συνεχίσεις να υποκρίνεσαι για να επιβιώσεις, αλλά ταυτόχρονα θα ψάχνεις για τη δικιά σου Kristine. Αυτή που θα αγαπήσει αυτό που κρύβεται κάτω απ’ τη μάσκα: εσένα! Αλλά ακόμα κι εκεί, όσα και να λες πως μοιράζεστε στα λόγια του παπά «και ενώνονται και οι δυο εις σάρκα μία», πάντα θα υπάρχει κάτι που ποτέ δεν πρέπει να ειπωθεί.

Πάντα θα υπάρχουν κάποια πράγματα που δεν μπορείς να πεις. Όποτε πες μου, εσύ είσαι απολύτως ειλικρινής μαζί μου; Θα τα πεις όλα σήμερα ή θα κρατήσεις κάτι για σένα; Εγώ είμαι εδώ και σε καταλαβαίνω, αλλά κάτι μέσα μου φοβάται και φοράω κι εγώ πάλι τη μάσκα μου. Εσύ;

Συντάκτης: Βασίλης Δημόπουλος
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη