Όμορφες αναμνήσεις, στιγμές αθώες, ανέμελες και ξένοιαστες, τα παιδικά μας χρόνια. Εικόνες από εκείνες που ως παιδί έχτισες πέτρα-πέτρα κι έφτασαν τα τώρα ενήλικα μάτια μας να τις βλέπουν σαν διαμάντια. Θυμάσαι την παιδική χαρά που έπαιζες μικρός κρυφτό με τους φίλους σου, αυτούς που μοιραζόσουν τα πάντα. Θυμάσαι τον πρώτο καβγά για το πέναλτι που ήταν-δεν ήταν μέσα στη γραμμή.

Θυμάσαι ακόμα εκείνες τις σχολικές στιγμές και τον ενθουσιασμό στο άκουσμα ενός διαλείμματος. Αυτή την ορχήστρα παιδικών φωνών που τρέχουν ανέμελα κι εκτιμούν τόσο τον ελεύθερο χρόνο τους. Θυμάσαι κι εκείνο το μικρό χώρο που κάθε παιδί (μαζί κι εσύ) θα έκανε τουλάχιστον μία βόλτα την ημέρα από ‘κει, το κυλικείο του σχολείου.

Πόσες εικόνες έχει σφηνώσει κι αυτό το μικρό δωματιάκι στις παιδικές μας αναμνήσεις. Κάποιες φορές ήταν το σημείο συνάντησης με συμμαθητές από αλλά τμήματα κι άλλες ο πειρασμός για ‘κείνους που ήθελαν το χαρτζιλίκι για να αγοράσουν κάτι άλλο, αλλά η μυρωδιά της τυρόπιτας τους έσπαγε τη μύτη. Υπήρξε βέβαια και το τερματικό σημείο ενός αγώνα δρόμου. Γιατί, πώς να το κάνουμε, όλα τα καλά τα πράγματα, τα πιο νόστιμα, εκείνα που όλοι ήθελαν να φάνε, έφευγαν στο πρώτο διάλειμμα κι έπρεπε να τρέξεις να προλάβεις.

Αχ και να γυρνούσαν πίσω τα παιδικά χρόνια. Κι όμως, αλήθεια γυρνάνε κάποια στιγμή -αν είσαι λίγο τυχερός κι ικανός. Γιατί αν καταφέρεις μετά από πολύ καιρό διαβάσματος και προσπάθειας να μπεις σε μια σχολή, μαζί με όλα τα καλά της φοιτητικής ζωής θα επιστρέψει και το κυλικείο, που δεν είναι το ίδιο αλλά μοιάζει με ‘κείνο που άφησε το στίγμα του στο πιτσιρίκι μέσα μας.

Εκεί, στο κυλικείο της σχολής, κάθισες ως ψαρωμένο πρωτοετάκι με το πρώτο παιδί που γνώρισες, μ’ αυτόν που έγινε τελικά, με τον καιρό, ο κολλητός σου. Εκεί συστηθήκατε, εκεί δώσατε χρόνο στην επαφή σας κι εκεί ξεκινήσατε να μαθαίνετε ο ένας τον άλλον. Εκεί έτρωγες (κυριολεκτικά) τα λεφτά σου για να φας κάτι ανάμεσα στα μαθήματα. Για την ακρίβεια τα λεφτά που σου έστελναν οι γονείς σου, που δε διαφέρουν και πολύ απ’ το σχολικό χαρτζιλίκι. Εκεί έκανες την απαραίτητη στάση πριν το πρωινό (μάλλον υποχρεωτικό) μάθημα για αυτόν τον πολυπόθητο καφέ. Αυτόν τον σωτήριο διπλό φρέντο εσπρέσσο ή το φραπέ χωρίς ζάχαρη, ή ακόμα και τον ζεστό νες, μπας και συνέρθεις απ’ το χθεσινό ξενύχτι. Εκεί ήταν ακόμα που ανταλλάχθηκαν και τα πρώτα ερωτικά βλέμματα ανάμεσα σε δύο άτομα που ήξεραν τι ζητάνε αλλά δεν ήξεραν τι θέλουν.

Αν ξόδευες πάνω από πέντε λεπτά εκεί, μπορούσες να δεις όλα τα είδη φοιτητών. Τον κύριο «άραξε», που δε βιάζεται να πάει στο μάθημα. Πρώτα πρέπει να πιει μια τζούρα καφέ και να πει καμιά κουβέντα. Τον κύριο «πάμε, θα αργήσουμε», τον λεγόμενο κι Άγγλο φοιτητή που ήθελε να είναι στην ώρα του στο μάθημα. Τον «επιστήμονα», αυτόν που ήταν με ένα τετράδιο στο χέρι στο πρώτο θρανίο και παρακολουθούσε με προσήλωση το μάθημα -θα τον πετύχαινες στο κυλικείο μόνο στο διάλειμμα και μόνο αν δεν είχε απορίες να συζητήσει με τον καθηγητή.

Εκεί έβλεπες τον επονομαζόμενο «κομματόσκυλο» που ανάλογα με την παράταξη που ανήκε, είχε και την ανάλογη ένδυση και συμπεριφορά. Κάπου ανάμεσα κυκλοφορούσε κι η «ντίβα» με ψηλοτάκουνα, μακιγιάζ και μαλλί έτοιμη για κουμπάρα ή έστω για τα μπουζούκια -όλα αυτά η ώρα 9 το πρωί. Παραδίπλα θα έβλεπες τον κύριο ή την κυρία «τράκα» (αναπτήρα ή τσιγάρου). Κι άλλοι πολλοί, ο πεφτουλάκος, ο ντροπαλός, οι παρέες που πήγαιναν σχολή μόνο για εκείνον τον καφέ και δεν έμπαιναν καν στο μάθημα.

Το κυλικείο της σχολής είναι ο πιο οικείος χώρος του πανεπιστημίου. Ακόμη και μόνος να πας, κάποιον θα συναντήσεις εκεί για να ανταλλάξεις δυο κουβέντες. Άλλοι αράζουν, άλλοι λύνουν τα γκομενικά τους, άλλοι διαβάζουν κι εξηγούν απορίες κι άλλοι παίζουν. Tichu, ξερή ή μια (ποτέ δεν είναι μόνο μία) παρτίδα τάβλι -εκεί θα μάθεις, αν δεν το ξέρεις ήδη, και τον όρο «κωλοφαρδία».

Οι αναμνήσεις έρχονται και φεύγουν σαν τα δευτερόλεπτα όταν κάποιος σκέφτεται εκείνες τις στιγμές. Όμορφες, άσχημες, δύσκολες, αγχώδεις, χαλαρές αλλά και ρομαντικές. Όπως και να έχει, να τα θυμάσαι. Δεν έχουν όλοι την ευκαιρία να ζήσουν ξανά τα παιδικά τους χρόνια. Εσύ άραγε τι κρατάς στο μυαλό σου από ‘κείνο το κυλικείο;

Συντάκτης: Βασίλης Δημόπουλος
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη