Διάβασε το Μέρος Α’ εδώ.

Η κηδεία της Ελευθερίας ήταν σαν μια ακόμη καθησυχαστική επιβεβαίωση για τα αγαπημένα ζευγάρια του χωριού, πως θα έφευγαν μαζί για τον θάνατο κι ότι σ’ αυτό το μέρος δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς.

Είναι αλήθεια πως ενώ ήξεραν την κατάρα –που γι’ αυτούς βέβαια ήταν ευλογία– ότι σ’ αυτό το χωριό τα ζευγάρια πέθαιναν μαζί, μια χαραμάδα αμφιβολίας τυραννούσε πού και πού την ψυχή των πιο δύσπιστων απ’ τους ερωτευμένους κι ήταν πράγματι ανακουφιστικό γι’ αυτούς κάθε φορά που έβλεπαν πως τα ζευγάρια πήγαιναν μαζί στον θάνατο.

Τη μεγαλύτερη αγωνία φαινόταν να την έχει η Καλλιόπη. Ήταν σαν να μην μπορούσε να καθησυχάσει την αμφιβολία της ακόμη και να πειστεί πως θα έφευγε κι αυτή για τον θάνατο μαζί με τον Αντώνη της.

Η ανησυχία της έκανε σ’ όλους εντύπωση και με κρυφά νεύματα έδειχναν ο ένας στον άλλο πώς υποβασταζόταν απ’ το σύζυγό της για να μην πέσει την ώρα που έφευγαν. Έμοιαζε σαν ένα καχεκτικό δέντρο, που με το πρώτο δυνατό φύσημα του ανέμου θα έγερνε και θα ξεκολλούσε απ’ τη γη. Όμοια και τα πόδια της Καλλιόπης, λοιπόν, φαινόταν πως δεν είχαν τη δύναμη να στέκουν άλλο στο έδαφος κι ότι μπορούσαν, ανά πάσα στιγμή, να γείρουν και να την ρίξουν κάτω. «Θέλω να προσέχεις», ψέλλισε στον Αντώνη της ενώ προχωρούσαν. «Μην πεθάνεις, σε ικετεύω.»

Ο Αντώνης την κοίταξε με τρυφεράδα. «Αφού και να πεθάνω, θα ‘σαι μαζί μου» της είπε, προκειμένου ν’ αλαφρώσει την καρδιά της απ’ τον φόβο, μα φάνηκε πως ανακουφίστηκε περισσότερο ο ίδιος με την απόκρισή του. Αναλογίστηκε πόσο υπέροχο θα ήταν που θα την είχε μαζί του και στο θάνατο. Η Καλλιόπη ανατρίχιασε σαν τον άκουσε. «Ναι, θα ‘μαστε μαζί και στο θάνατο» μουρμούρισε, επικυρώνοντας τον λόγο του, μα μ’ έναν τόνο που δεν καταλάβαινες αν της ήταν προσφιλής ή όχι η προοπτική του θανάτου τους.

Το τρέμουλο, εν τω μεταξύ, που ερχόταν από μέσα της και που κατάφερε να βγει έξω και να απλωθεί σ’ όλο της το σώμα, δεν είχε ακόμη επιστρέψει πίσω στην καρδιά της, για να τραντάζει στα κρυφά μόνον εκείνην, κι η Καλλιόπη εξακολουθούσε να τρέμει, παρ’ όλες τις προσπάθειες του Αντώνη να κατευνάσει τις τρομερές της έγνοιες.

Εκείνη την ημέρα, λες και δεν της έφτανε η ανησυχία, που καταλάβαινες πως της έκαιγε αλύπητα τα σπλάχνα, θα έπεφτε σε ακόμη μεγαλύτερη απόγνωση, όταν ένας ελαφρύς βήχας θα ξέφευγε απ’ τον άντρα της. Η Καλλιόπη δεν μπορούσε να περιφρονήσει ούτε την πιο μικρή ένδειξη πως ο Αντώνης θ’ αρρώσταινε κι όλο της το «είναι» αναρίγησε ακόμη πιο πολύ, λοιπόν, σαν τον άκουσε.

Εκείνος, αποκαρδιωμένος απ’ την αρρωστοφοβία της γυναίκας του, έτεινε το χέρι για να απομακρύνει το κουτάλι με το σιρόπι που του έφερε στο στόμα, μα εκείνη εξοργίστηκε μαζί του, γι’ άλλη μια φορά, που έδειχνε να καταφρονεί την υγεία του.

Ήταν λες και δεν τον ένοιαζε να ‘ναι καλά, μα, εδώ που τα λέμε, στο χωριό των ενωμένων ψυχών δεν τρόμαζε κανέναν ο θάνατος κι ό,τι μπορεί να οδηγούσε σ’ αυτόν. Αν πάθαιναν κάτι, θα ‘χαν μαζί τους και τον σύντροφό τους κι έτσι όχι απλώς δε φοβούνταν τον θάνατο, μα είχαν και μια κρυφή περιέργεια να τον συναντήσουν.

Η Καλλιόπη, όμως, έδειχνε πως φοβόταν τρομερά να εγκαταλείψει τη ζωή. Τις παγωμένες ημέρες κλειδαμπάρωνε στο σπίτι το σύζυγό της για να μην κρυώσει κι η αγωνία της έφτανε μέχρι το σημείο να του απαγορεύει να χρησιμοποιεί το αυτοκίνητο κάθε φορά που ο καιρός δεν ήταν καλός, γιατί, καταπώς ισχυριζόταν, τα ατυχήματα αυξάνονταν με τη βροχή.

«Τόσο πολύ τον αγαπάει πια;» αναρωτιούνταν οι κάτοικοι του χωριού, μα κι ο σύζυγός της πολλές φορές είχε την ίδια απορία μέσα του και κορδωνόταν, μάλιστα, όταν απαντούσε καταφατικά στον εαυτό του.

Δυστυχώς, όμως, ο Αντώνης αρρώστησε βαριά κι η Καλλιόπη δεν μπορούσε να βαστάξει την ασθένειά του. Έκανε λες και δεν ήταν στο χωριό των ενωμένων ψυχών κι αντιμετώπιζε το ενδεχόμενο του θανάτου όπως το αντιμετώπιζαν όσοι δεν είχαν την τύχη να βρεθούν σε αυτό το μέρος.

Στην κηδεία του, λοιπόν, έμπαινε μπροστά απ’ τους ανθρώπους που κουβαλούσαν τη σορό του, προκειμένου να τους εμποδίσει να την απιθώσουν μέσα στο χώμα. Μες στην άφατη απελπισία της τους εκλιπαρούσε να τον κρατήσουν για λίγο ακόμη επάνω κι ήταν σαν να είχε ακόμη ελπίδες πως δεν ήταν πια κι ολότελα νεκρός. Στο χωριό των ενωμένων ψυχών δεν υπήρξε ποτέ άλλοτε τόσος πόνος σε κηδεία κι ο οδυρμός της Καλλιόπης έφτανε στα όρια του να ‘ναι αντικανονικός.

Μετά την κηδεία του Αντώνη, έσυρε αργόσυρτα τα βήματά της μέχρι το σπίτι της. Όταν έφτασε μπροστά στην πόρτα, κάτι σκέφτηκε και κοντοστάθηκε. Ήταν σαν να μην ήξερε αν θα ‘πρεπε να μπει μέσα ή να φύγει. Στο τέλος μπήκε και κλείδωσε γρήγορα την πόρτα πίσω της. Σφάλισε μετά όλα τα παράθυρα του σπιτιού, μα έδειξε να αναστατώνεται με ένα νέο λογισμό.

Έσπευσε, τότε, να κοιτάξει κάτω απ’ το κρεβάτι, έπειτα ανοιγόκλεισε όλες τις ντουλάπες, προκειμένου να πειστεί για κάτι, που ούτε η ίδια ήξερε τι ήταν αυτό κι έτρεξε να κουλουριαστεί στον καναπέ, περιμένοντας με τυραννική –όπως πρόδινε το γνωστό τρέμουλό της– αγωνία να δει τι θα της ξημέρωνε.

Την άλλη μέρα, λοιπόν, άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε τα χέρια της κι όλο το σώμα της. Έβαλε την παλάμη της μπροστά στο στόμα της, φύσηξε πάνω σ’ αυτήν κι όταν ένιωσε την αναπνοή της στο χέρι της, έδειξε να ανακουφίζεται που ήταν ζωντανή.

Εκείνη την ώρα ευχόταν να μην είχε πάει ποτέ στο χωριό των ενωμένων ψυχών. «Όχι, δε θα μπορούσα να ζήσω αν δεν είχα έρθει εδώ» αναίρεσε αμέσως, όμως, τον εαυτό της, σαν αναλογίστηκε καλύτερα τι κέρδιζε μένοντας σ’ αυτό το μέρος.

Λίγη ώρα αφότου ξύπνησε κι αφού ήταν πια η δεύτερη ημέρα απ’ το θάνατο του αγαπημένου της, ήρθε κι η δίκη της ώρα να τον ακολουθήσει και να δει με τα ίδια της τα μάτια το μυστήριο του θανάτου στο χωριό των ενωμένων ψυχών. Η σκιά του νεκρού συζύγου της εμφανίστηκε, λοιπόν, μπροστά της. Της άπλωσε το χέρι με προσμονή και περίμενε να το πιάσει η Καλλιόπη, για να τον συνοδεύσει στο θάνατο.

Η Καλλιόπη, όμως, όχι απλώς δε χαμογέλασε και δεν έτεινε το χέρι στο σύζυγό της, όπως έκαναν όλοι οι προηγούμενοι στο χωριό των ενωμένων ψυχών, αλλά γούρλωσε τα μάτια απ’ τον φόβο, έδεσε σφιχτά τα χέρια πίσω απ’ την πλάτη και ξεκίνησε να τρέχει μέσα στο σπίτι, προκειμένου να ξεφύγει απ’ τη σκιά του νεκρού συζύγου της. Έτρεξε αλαφιασμένη μέχρι το υπνοδωμάτιο, μα η σκιά του Αντώνη την ακολουθούσε ακόμη με τεντωμένο το χέρι και μπήκε μέσα μαζί της.

Ύστερα από ένα άκαρπο κυνηγητό μες στο δωμάτιο, η Καλλιόπη κατάφερε να βγει έξω και να κλειδώσει τον Αντώνη μέσα σ’ αυτό. Είχε ήδη αποφασίσει πως αυτή η πόρτα δε θα άνοιγε ποτέ ξανά. Κοίταξε σαν αλλοπαρμένη το κλειδί που κρατούσε στα χέρια της και χαμογέλασε. Το κοίταξε ξανά και το χαμόγελό της επανεμφανίστηκε δριμύτερο. «Δεν το πιστεύω πως τα κατάφερα» ψέλλισε και το γέλιο, πια, ξεχύθηκε ασυγκράτητο απ’ το στόμα της.

Κι έτσι, πέρασε η δεύτερη ημέρα ύστερα απ’ το θάνατο του άντρα της κι ήταν ακόμη ζωντανή. Ούτε την τρίτη ημέρα πέθανε. Τη δέκατη ημέρα, την είδαν τρομοκρατημένοι όλοι να ανοίγει το παράθυρο του σπιτιού της και να το κλείνει αμέσως ξανά.

Ένα μήνα μετά, η Καλλιόπη ήταν ακόμη ζωντανή. Φτιασιδώθηκε, όπως ποτέ δεν είχε φτιασιδωθεί όσο ήταν ακόμη στη ζωή ο Αντώνης της και σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου.

«Θα ‘ρθεις;» ρώτησε με φωνή που έτρεμε κι ήταν φανερό, πως γι’ αυτήν εξαρτιόνταν πολλά πράγματα απ’ την απάντηση που θα δεχόταν.

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη