Διάβασε το Μέρος Β’ εδώ.

Μάτια κλειστά και χείλη ενωμένα να φωνάζουν όσα είχαν από καιρό κλειδωμένα μέσα τους. Ο κάποτε καταδικασμένος έρωτας και των δύο λύθηκε απ’ τα δεσμά των εσωτερικών τους φυλακών, απελευθερώνοντας μαζί του καθετί που έκρυβε ο ένας απ’ τον άλλο.

Ένα φιλί ήταν αρκετό να φέρει τα πάνω κάτω σε ό,τι ένιωθαν μέχρι τώρα. Μέσα στο μυαλό τους επικρατούσε το απόλυτο, μα πανέμορφο, χάος. Χιλιάδες λέξεις άτακτα σκορπισμένες με τα συναισθήματα που καταπίεζαν τόσο καιρό να κατακλύζουν όλο τους το είναι. Ήταν τόσα πολλά αυτά που ήθελαν να πουν, πόσο μάλλον αυτά που ήθελαν να κάνουν, που απ’ τη λαχτάρα τους δεν έλεγαν με τίποτα να διακόψουν αυτή την υπέροχη στιγμή.

Είχαν ξεχάσει ακόμα και το πού βρίσκονταν και πώς κατέληξαν να φιλιούνται σαν να μην υπάρχει αύριο. Ούτε οι σταγόνες βροχής, που έκαναν την εμφάνισή τους αργότερα, έδειχναν να τους νοιάζουν. Μόνο όταν άρχισε να βρέχει δυνατά, επανήλθαν κι αποφάσισαν επιτέλους να διαβούν την είσοδο. Κοίταξαν ο ένας τον άλλο κι αμέσως άρχισαν να γελάνε σαν μικρά παιδιά.

Σε καμία περίπτωση, η βροχή δεν ήρθε για να τους χαλάσει αυτή τη στιγμή. Αντιθέτως. Μετά από μια τέτοια έκρηξη, τα σώματα κι οι αισθήσεις τους ήθελαν χρόνο να καταλαγιάσουν κι οι ίδιοι να συνειδητοποιήσουν τι συνέβη. Άλλωστε, ήταν ο χρόνος που χρειαζόταν η πλήρης απελευθέρωση των κρυμμένων και καταπιεσμένων πόθων που έβγαιναν ήδη αβίαστα από μέσα τους.

Πριν εισέλθουν στον χώρο, όπου θα έβρισκαν φίλους και γνωστούς, όπως φυσικά και την παρέα τους, έβαλαν τις μάσκες που κάλυπταν σχεδόν όλο τους το πρόσωπο, διόρθωσαν τις όμορφες στολές τους και σαν να βγήκαν μόλις από ταινία, έκαναν την εμφάνισή τους. Τα περισσότερα βλέμματα, όπως ήταν φυσικό, στράφηκαν πάνω τους και μάλιστα με περίσσιο θαυμασμό. Υπήρχε, όμως, μια παρουσία, μέσα στις πολλές, που μόλις αντίκρισε τον Άρη και τη Μαριλίνα, μόνο θαυμασμό δεν ένιωσε.

Αυτό που δεν ήξεραν, και δε θα μπορούσαν να σκεφτούν εκείνη τη στιγμή, είναι πως η τύχη παίζει περίεργα παιχνίδια. Κι ενώ όλα μπορεί να φαίνονται ιδανικά, υπάρχει πάντοτε κάτι, ακόμα και μικρό, που είναι όμως ικανό να καταρρίψει τα πάντα. Γιατί ο Άρης μπορεί ξαφνικά να είχε στα χέρια του ό,τι λαχταρούσε, μα το παρελθόν του δεν ήταν διατεθειμένο να τον αφήσει τόσο εύκολα.

Εκείνη τη στιγμή, όμως, κανένας απ’ τους δύο δεν κοιτούσε το παρελθόν. Δεν τους ένοιαζε, απ’ τη στιγμή που το παρόν τους ήθελε μαζί και μάλιστα ανάμεσα στα αγαπημένα τους πρόσωπα.

Έμειναν αρκετή ώρα στον χορό μαζί με την υπόλοιπη παρέα. Προσπάθησαν να μην κινήσουν υποψίες και να φέρονται φυσιολογικά, σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Δεν ήξεραν το γιατί, απλά το έκαναν. Μα το φιλί που προηγήθηκε τάραξε όλο τον εσωτερικό τους κόσμο. Κάθε βλέμμα, κάθε άγγιγμα τους έκανε να λαχταράν τη στιγμή που θα βρίσκονταν μόνοι. Όλη αυτή η χρόνια καταπίεση κι υπομονή τούς έκανε ξαφνικά να χάσουν τον έλεγχο και την αυτοκυριαρχία τους. Έτσι, εκείνη η στιγμή δεν άργησε και πολύ να έρθει.

Η ξαφνική βροχή που τους έπιασε προηγουμένως ήταν τώρα η τέλεια δικαιολογία για τη Μαριλίνα να απομακρυνθεί, δήθεν, για να περιποιηθεί λιγάκι την εμφάνισή της.

Ανεβαίνοντας τα σκαλιά έριξε ένα φευγαλέο βλέμμα προς τον Άρη κι αμέσως χάθηκε στον διάδρομο του δευτέρου ορόφου. Ο Άρης παρακολουθούσε κάθε της κίνηση κι ήθελε όσο τίποτα να την ακολουθήσει. Πήγε προς το μπαρ, ζητώντας δύο επιπλέον ποτήρια απ’ το κρασί που έπιναν ήδη, κι αμέσως ανέβηκε επάνω ψάχνοντάς την. Ήταν σίγουρος πως κάπου τον περίμενε.

Προς το τέλος του διαδρόμου πρόσεξε πως κάτω στο πάτωμα, μπροστά απ’ τη μοναδική πόρτα που ήταν λίγο ανοιχτή, ήταν η μάσκα που φορούσε η Μαριλίνα. Άνοιξε να μπει μέσα. Και να τη. Στεκόταν εκεί, στο μπαλκόνι, χαζεύοντας το φεγγάρι που άρχισε δειλά να ξεπροβάλει μέσα απ’ τα σύννεφα. Έβγαλε τη μάσκα του και την άφησε πάνω στο κρεβάτι μαζί με τη δικιά της. Πλησίασε αργά προς το μέρος της μέχρι που βρέθηκε δίπλα της.

«Νομίζω πως ξέχασες κάτι μέσα», της είπε ήρεμα τείνοντας το ποτήρι με το γλυκό κόκκινο κρασί, «αλλά σου έφερα κάτι καλύτερο.»

«Ή μπορεί και να το άφησα επίτηδες» απάντησε παιχνιδιάρικα, καθώς έπαιρνε το ποτό που της προσέφερε.

«Λες να μην το ξέρω;» χαμογέλασε.

«Μα φυσικά» είπε ελαφρώς ειρωνικά, κάνοντάς τον να χαμογελάσει περισσότερο. Του άρεσε τόσο πολύ να τον κοντράρει με τη διακριτικότητα που μόνο η ίδια κατάφερνε.

Ήπιαν σχεδόν αμέσως το ποτό, χωρίς να πουν κάτι. Σκάλωσαν για λίγο ο ένας στο βλέμμα του άλλου. Μέχρι που τελικά την αρχή έκανε η Μαριλίνα. Τον πλησίασε όσο δε γινόταν περισσότερο, χωρίς να πάρει τα μάτια της απ’ τα δικά του. Το πώς κρατήθηκε ο Άρης να την αρπάξει όπως πριν και να τη φιλήσει δεν μπορούσε ούτε ο ίδιος να καταλάβει. Έμεινε απλά να την κοιτάζει.

Το βλέμμα της περιπλανήθηκε για λίγο στο όμορφο πρόσωπό του μέχρι που σκάλωσε στον λαιμό του. Με απαλές κινήσεις άνοιξε μερικά κουμπιά απ’ το πουκάμισό του, αφήνοντας να φανεί ολοκάθαρα το στέρνο του. Πέρασε τα χέρια της μέσα απ’ το ρούχο, χαϊδεύοντας τη γυμνή σάρκα του, ανεβαίνοντας μέχρι τον λαιμό του. Άρχισε να τον φιλάει αργά απ’ το σημείο που άνοιγε το ρούχο ακολουθώντας την ίδια πορεία που χάραξαν τα χέρια της.

Ο Άρης έκλεισε ηδονικά τα μάτια του απολαμβάνοντας τα χάδια και τα φιλιά της. Μα όταν αυτά έγιναν πιο απαιτητικά και παθιασμένα, ένιωσε τους παλμούς του να ανεβαίνουν επικίνδυνα.

«Μαριλίνα, δε θα αντέξω αν συνεχίσεις. Δε θα μπορώ να σταματήσω» πρόφερε με δυσκολία, καθώς η ανάσα του σχεδόν κοβόταν σε κάθε της άγγιγμα και δεν έλεγε να σταματήσει.

Ούτε που πρόλαβε να σκεφτεί πότε την πήρε στα χέρια του και την άφηνε στο κρεβάτι γλυτώνοντάς την από κάθε ρούχο που υπήρχε πάνω στο κορμί της. Τα χείλη του έκαναν βόλτα σε όλο της το σώμα, αργά, βασανιστικά, κάνοντάς τη σχεδόν να φωνάζει από ηδονή. Έτρεμαν κι έκαιγαν τα σώματά τους μέσα από αυτή την πρωτόγνωρη μα τόσο ποθητή ένωση. Ήταν επιτέλους δική του.

Έμειναν στο κρεβάτι, αγκαλιά, απολαμβάνοντας τη γλυκιά ζάλη του κρασιού και του έρωτα. Τίποτα δε θα μπορούσε να τους κάνει πιο χαρούμενους, μα ως εγωιστές που ήταν κι οι δύο δεν παραδέχτηκαν το παραμικρό. Δε χρειαζόταν, άλλωστε, να πουν, όταν το σώμα και το βλέμμα μιλάνε από μόνα τους.

Όμως, έμοιαζε να ‘ναι ιδανικό. Και στην τύχη –ή ό,τι είναι αυτό που καθορίζει τα πάντα στη ζωή του καθενός– δεν άρεσε καθόλου, μα καθόλου, ό,τι έμοιαζε να ‘ναι ιδανικό…

Συντάκτης: Μαρία Εφρεμίδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη