Τάξη δευτέρας λυκείου. Δεύτερη ώρα γεωμετρία. Εφτάωρο σήμερα και τα λεπτά δεν περνάνε μέχρι το λυτρωτικό διάλειμμα. Η ιδέα έπεσε με χαρτάκια. Κοπάνα σημέρα. Περιθώριο για απουσίες υπάρχει, άρα χωρίς δεύτερη σκέψη η πλατεία φαντάζει ο ιδανικός προορισμός. Ανάμεσα σε τρίγωνα και γωνίες, εσύ ονειρεύεσαι φρέντο και τάβλι.

Γραφείο στον πέμπτο όροφο πολυεθνικής. Τηλέφωνα χτυπούν διαολεμένα, φωνές ανάκατες υπάρχουν στο χώρο, ενώ τα email σκάνε το ένα μετά το άλλο. Γυναίκες με ταγιέρ παλαντζάρουν πάνω σε γόβες, ενώ οι γραβάτες βασανίζουν φρεσκοξυρισμένους λαιμούς ανδρών. Έξω ο ήλιος λάμπει, η θερμοκρασία ενδείκνυται για παραλία και εσύ χαζεύεις απλά το απέναντι κτίριο.

Μια ιδέα κλωθογυρίζει στο μυαλό σου από το πρωί, που το πάπλωμα ήταν ασήκωτο και η υπόνοια και μόνο να βγεις από αυτό μαρτυρική, να κάνεις κοπάνα. Αντ’ αυτού σηκώθηκες πλύθηκες, μπήκες σε μετρό στριμωγμένος σαν σαρδέλα και θρονιάστηκες μπροστά από έναν υπολογιστή.

Να ‘σαι τώρα που σκέφτεσαι να προσποιηθείς αφόρητη ημικρανία για να την κοπανήσεις. Και κάνεις τη σκέψη πράξη με περίσσεια τόλμη.

Με συνοπτικές διαδικασίες αποχαιρετάς με επιτηδευμένο ύφους μελλοθάνατου συναδέλφους, τρέχεις στο ασανσέρ, ενώ μέχρι να κλείσει η πόρτα του έχει ήδη καλέσει τον κολλητό να ανακοινώσεις τα μεγαλόπνοα σχέδιά σου. Καφές πολύωρος, βόλτα και άραγμα στον καναπέ. Μικρές συνήθειες με μεγάλο βάθος.

Νιώθεις πάλι την ίδια έξαψη και το ίδιο άγχος με τότε στο λύκειο, μην τυχόν και σε τσακώσουν. Έχεις κάνει σκανταλιά και τρέμεις την στιγμή της αποκάλυψης, ενώ παράλληλα δικαιολογείσαι στον ίδιο σου τον εαυτό. Μα την άξιζες την κοπάνα, τόση δουλειά πατάς και μάλιστα, χωρίς ένα μπράβο.

Δεν έγινε και κάτι, άλλωστε. Ούτε θα φαλιρίσει η εταιρία, ούτε θα έρθει η συντέλεια του κόσμου. Ακόμα και στο λύκειο, παρά τις κοπάνες πέρασες στη σχολή που ήθελες. Η κοπάνα είναι ιδέα κι όπως κάθε ιδέα, οφείλουμε να τη σεβόμαστε. Είναι κάτι σαν την επανάσταση του μαθητή ή του εργαζόμενου, που το αφεντικό ή ο δάσκαλος τη γνωρίζει, αλλά αφήνει τον άλλον να κάνει το κομμάτι του. Θα μπορούσαμε να τη βαφτίσουμε ειλικρίνεια μεταξύ κατεργαρέων. Όλοι έχουν τη φωλίτσα τους λερωμένη, όποτε κανείς δεν έχει δικαίωμα να μιλήσει και να παραπονεθεί.

Έχει οσμή απαγορευμένου η κοπάνα. Έχει όλα εκείνα μαζί που θα έπρεπε να αποφεύγεις. Έχει άρωμα καφέ αναμεμειγμένου με θαλασσινή αύρα, φόρμα με φούτερ ριγμένη στους ώμους, έχει εικόνες από ταινία στο σινεμά και μεσημεριανό ύπνο με μικρά διαλείμματα με γεύση ενοχής. Έχει χνάρια από στiλό στο απουσιολόγιο και κατσάδα μέχρι εσχάτων. 

Σφύζει παράλληλα από μνήμες. Μνήμες γλυκιές και νοσταλγικές, έντονα χαραγμένες στα κιτάπια του μυαλού. Θα σε συντροφεύουν μια ζωή, θα τις μακαρίζεις και θα αναπολείς κάθε κοπάνα για το λόγο που την έκανες. Καφές, γκόμενικά, ψώνια, ξεκούραση. Λόγοι που αποτελούν αφορμές. Πολύ απλά δε γούσταρες να ζήσεις με βάση τις υποχρεώσεις της μέρας, αλλά γούσταρες να ικανοποιήσεις την καύλα της ψυχής σου.

Τι είναι μωρέ μια κοπανίτσα; Είναι το τυράκι του εργαζόμενου, η αντίσταση του καταπιεσμένου. Κι όποιος πιέζεται αν δεν ξεμπουκώσει σκάει. Κι όταν σκάσει άστα να πάνε στο διάολο τα πράγματα, δε μαζεύονται με τίποτα.

Γι’ αυτό καν’ τε τη και μην το μετανιώσετε. Δε θα σας βάλει κανείς τιμωρία στο τοίχο με το ένα πόδι. Ίσα-ίσα που θα γυρίσετε πίσω ανανεωμένοι. 

 

Επιμέλεια Κειμένου: Σοφία Καλπαζίδου

Συντάκτης: Εύα Αροτσίδου