Oι απρόσμενες ιστορίες λένε, πως είναι πάντα οι καλές και οι πιο έντονες. Μια τέτοια ήταν και η δική μας. Μια ιστορία έρωτα και πάθους. Από εκείνες που, όταν τα χρόνια περάσουν, θα τη σκεφτόμαστε και οι δυο και θα αναρωτιόμαστε πόσο τρελοί υπήρξαμε στην ζωή μας.

Με τρέλα σε γνώρισα. Σε κάποια πολυσύχναστη λεωφόρο, που τα βλέμματά μας συναντήθηκαν τυχαία και νιώσαμε ακριβώς το ίδιο συναίσθημα. Συναίσθημα, που όσο ο καιρός περνάει, γίνεται πιο έντονο. Τι κι αν οι πρωταγωνιστές στις ζωές μας είναι άλλοι; Τι κι αν ζούμε στα κρυφά; Το ζούμε και αυτό έχει σημασία.

Τίποτα δε με εμπόδισε να σε ερωτευτώ. Παρά τις βαρύγδουπες δηλώσεις περί πειθαρχίας των συναισθημάτων. Ποιος μπορεί να ορίσει τα σύννεφα και να εξοστρακίσει την καταιγίδα; Ο δικός σου άνεμος, αντί να την πάρει μακρυά, τη φέρνει ακόμα πιο κοντά μου. Την αισθάνομαι στο σβέρκο μου να έρχεται, όπως αισθάνομαι την ανάσα σου, όταν με φιλάς στο λαιμό.

Έτσι είναι όμως οι άνθρωποι. Πάνε και πέφτουν με τα μούτρα στο απαγορευμένο. Λες και η απαγόρευση λειτουργεί διεγερτικά στο μυαλό τους. Ερωτευόμαστε εκείνον που θα μας οδηγήσει σε μια κατάσταση καταδικασμένη, σε μια πραγματικότητα άρρωστη, που τα ψέμματα μπλέκονται με τις τύψεις και δημιουργούν καταιγισμό αντικρουόμενων συναισθημάτων.

Ξέρω πως αργά ή γρήγορα οι δρόμοι μας θα χωρίσουν. Θα βολευτούμε στη συνήθεια και τη σιγουριά μας. Θα γίνουμε και εμείς σαν τους άλλους. Εγκλωβισμένοι σε μια καθημερινότητα που δε θέλουμε και η μόνη απόδραση μας θα είναι, όταν θα σκεφτόμαστε, τα όσα ζήσαμε. Θα αναρωτιόμαστε χρόνια μετά, τι θα γινόταν αν εσύ και εγώ ήμασταν κανονικά μαζί. Θα αναπολούμε τις στιγμές μας και θα μας τροφοδοτούν με ενέργεια αλλά και νοσταλγία.

Θα φτάσουμε σε ένα και μόνο συμπέρασμα. Πόσο δειλοί ήμασταν μωρό μου. Γιατί τέτοιοι είμαστε. Κωλώνουμε να χωρίσουμε από τις σχέσεις μας, να τα παρατήσουμε όλα και να ξεκινήσουμε μαζί από το μηδέν. Άτολμοι άνθρωποι, που ο έρωτας μας χτύπησε την πόρτα και εμείς τον καμουφλάρουμε με ψέμματα, το βαφτίζουμε απλή καύλα, γιατί φοβόμαστε. Τελικά, όμως στην πραγματικότητα δε φοβόμαστε να τα διαλύσουμε όλα. Φοβόμαστε αυτό που νιώθουμε. Το τόσο δυνατό συναίσθημα που και οι δυο δεν έχουμε ξαναζήσει. Καιγόμαστε και οι δυο. Βράζουμε από θυμό και απελπισία όταν δεν μπορούμε να επικοινωνήσουμε ή όταν ο άλλος πρέπει να βγει με τη σχέση του.

Κι όσο λάθος κι αν είναι, όσο και να μην πρέπει να γίνει, τώρα έγινε και δεν αλλάζει. Σε έχω ερωτευτεί. Κι ας ξέρω, πως θα πονέσω. Κι ας ξέρω πως η επιλογή σου είναι η άλλη. Κι ας ξέρω, πως σε λίγο καιρό το σπίτι θα έχει τσαλακωμένα χαρτομάντιλα δεξιά κι αριστερά. Θα βγαίνω, θα πίνω, θα θολώνεις το ποτήρι μου, θα κάνω υπερβολές και θα χαζεύω την τάχα ευτυχισμένη σου ζωή στο facebook και θα γίνομαι κομμάτια, που μόνο εσύ θα μπορείς να ενώσεις με ένα σου τηλέφωνο.

Αυτό το τηλέφωνο περιμένω κάθε μέρα. Να πάω στη δουλειά και να μου στείλεις καλημέρα. Περιμένω καρτερικά και με ανυπομονησία να μου πεις, πως το βράδυ είσαι ελεύθερος και πόσο πολύ σου έλειψα. Να δω εκείνο το όνομά σου στις ειδοποιήσεις. Και θα το περιμένω όσο το συνεχίζεις.

Διότι δεν μπορώ να φύγω. Αν δεν πατήσεις εσύ τη σκανδάλη, εγώ θα βρίσκομαι για όσο πάει εκεί στη γραμμή εκκίνησης. Αν εσύ δε βρεις το κουράγιο να πεις τέλος, εγώ απλά θα διαιωνίζω την κατάσταση. Πώς άλλωστε να φύγω από κάτι που ποθώ και με κάνει ευτυχισμένη;

Δύσκολα τα πράγματα. Μπλέξαμε και οι δυο. Κι ας παν στην ευχή όλα όσα λέγαμε για να μην ερωτευθούμε ο ένας τον άλλον. Δεν ελέγχεται ο έρωτας, μωρό μου. Δεν μπαίνει σε καλούπια, δε στριμώχνεται σε μιαν άκρη του μυαλού. Δε γίνεται να πεις νιώθω με μέτρο. Ο έρωτας τα θέλει όλα δικά του. Δε χαμπαριάζει από κανόνες. Άλλωστε, εσύ είσαι η εξαίρεση στο δικό μου κανόνα.

Ναι, είμαι ερωτευμένη μαζί σου. Και θα στο πω. Δε με νοιάζει η κατάληξη, την οποία βέβαια γνωρίζω εξ αρχής. Μου φτάνει απλά να ζήσω αυτές τις στιγμές μαζί σου κι ας είναι και δανεικές.

 

Συντάκτης: Εύα Αροτσίδου
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή