Καθώς προχωράμε ανά τους αιώνες, οι μουσικές μας προτιμήσεις αλλάζουν. Ίσως και να ξεχνάμε -άθελά μας- ποιοι σπουδαίοι μουσικοί έβαλαν τις βάσεις για να μπορέσουμε να απαθανατίσουμε τις στιγμές μας σε μια πιο βαθιά μορφή έκφρασης. Τεράστιοι καλλιτέχνες, όπως ο Μπαχ, ο Βιβάλντι ή ο Τσαϊκόφσκι, δημιούργησαν τέχνη, τόσο άρτια, που χαρακτηρίστηκε θεϊκή . Δεν μπορεί κανείς, βέβαια, να παραλείψει το γνωστό σε όλους «παιδί θαύμα». Τον Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ.

Ο Μότσαρτ γεννήθηκε στην Αυστρία κι ήταν γόνος μεγάλου παιδαγωγού και μουσικού της εποχής. Είχε μια αδελφή επίσης μουσικό, τη Μαρία Άννα, η οποία θεωρείται πως ενέπνευσε τον αδελφό της να ασχοληθεί με τη μουσική. Από την ηλικία των πέντε ετών, άρχισε να συνθέτει κομμάτια, τα οποία έπαιζε στον πατέρα του που σαφώς λόγω γνώσεων κι αισθητικού κριτηρίου αντιλήφθηκε νωρίς την καλλιτεχνική διάνοια του γιου του.

Ταξιδεύοντας στο Μόναχο, στη Βιέννη, στο Παρίσι, Λονδίνο, καθώς και σε άλλες πόλης, μπόρεσε να γνωρίσει και να διδαχθεί από τους μεγαλύτερους κλασικούς της εποχής του, ενώ μπόρεσε να τυπώσει τις πρώτες του σονάτες, όπως και προσπάθησε να μεταδώσει και τη μουσική ζωή της γενέτειράς του. Μελαγχολικός με νότες άγριας εξυπνάδας, έτσι μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς το μουσικό του δημιούργημα, καθώς άφηνε από μικρό παιδί τη μουσική να εκφράσει την ίσως κάπως επιβλητική του ζωή, απαλύνοντας κρυφούς του φόβους. Παραφιλολογία κινείται επίσης πίσω από την οικογενειακή του ζωή καθώς λέγεται πως ο πατέρας του υπήρξε άκρως πιεστικός, σχεδόν αυταρχικός, θέλοντας να τον φτάσει όπου ο ίδιος δεν κατάφερε.

Η επιτυχία ήρθε καθώς όλα έδειχναν προς αυτή, με τον ίδιο να παίρνει τον τίτλο του ως διευθυντής συναυλίας στην ορχήστρα του αρχιεπισκόπου στο Σάλτσμπουργκ. Στη Ρώμη, απονεμήθηκε στον Μότσαρτ από τον Πάπα ένα παράσημο και έγινε δεκτός σε τάγμα ιπποτών. Το όνομά του έμοιαζε πια το χρυσό εισιτήριο για μια φήμη σχεδόν άπιαστη για την εποχή. Με την παραμονή του στη Βιέννη, κατάφερε να αναπτυχθεί και να γίνει γνωστός, συνθέτοντας όπερες, ορχηστρικά κομμάτια, δημιουργώντας έτσι τα δικά του βήματα προς την κορυφή. Παντρεύτηκε την γυναίκα του και έκανε μαζί της έξι παιδιά. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Μότσαρτ συνέθεσε ένα ορχηστικό αριστούργημα το οποίο έμελλε και να μείνει μισό στην ιστορία των αιώνων. Το Ρέκβιεμ.

Ένα καλοκαιρινό πρωινό, ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ δέχτηκε μια επίσκεψη από έναν διαμεσολαβητή, τον οποίο είχε στείλει ένας κόμης. Θέλοντας να τιμήσει τη μνήμη της συζύγου του, ανέθεσε στον Μότσαρτ τη σύνθεση μιας νεκρώσιμης λειτουργίας. Γνωρίζοντας ο Μότσαρτ πως ο κόμης ήταν ένας ερασιτέχνης μουσικός και πως στο τέλος το έργο του θα το παρουσιάσει για δικό του, ήθελε να κρύψει τις καλλιτεχνικές του ιδιαιτερότητες, παρουσιάζοντας ένα απλό αποτέλεσμα χωρίς τις μουσικές αποχρώσεις της ταυτότητάς του.

Παράλληλα με τη σύνθεσή του όμως, η κατάσταση της υγείας του Μότσαρτ όλο και χειροτέρευε για λόγους που μέχρι και σήμερα δεν έχουν εξακριβωθεί, με 136 διαφορετικές εκδοχές να απλώνονται για τα αίτια θανάτου του. Έτσι, τον Δεκέμβριο του 1791, άφησε την τελευταία του πνοή, αφήνοντας ημιτελές το έργο του, ως την τελευταία τεράστια παρακαταθήκη του. Η γυναίκα του, γνωρίζοντας πως έπρεπε να παραδώσει το κομμάτι, ζήτησε από τους μαθητές του να το ολοκληρώσουν, με βάση τις σημειώσεις του δασκάλου τους. Με δέος αντιμετώπισαν το δημιούργημα αυτό οι ίδιοι, θέλοντας να αφήσουν διάσπαρτα κομμάτια του μοναδικού του ταλέντου ώστε ο κόσμος να μπορεί να αναγνωρίσει τη σπάνια μουσική του ιδιοφυΐα κι έτσι κι έκαναν. Μέχρι και σήμερα καλύπτεται με μυστήριο η σύνθεσή του κι ερευνητές προσπαθούν να καταλάβουν τη γνησιότητα του κομματιού και μέχρι ποιο σημείο του έργου έχει ολοκληρωθεί από τον Μότσαρτ. Αναφέρεται πως μόνο τα πέντε πρώτα λεπτά του είναι γνήσια γραμμένα από τον μεγάλο συνθέτη.

Καθώς ξεκινά το κομμάτι, νιώθουμε μια γαλήνη, μια προσμονή, αλλά παρ’ όλ’ αυτά μια αδικαιολόγητη κενότητα. Νιώθουμε πως κάτι δυσοίωνο και σκοτεινό πλησιάζει ακόμη κι αν δεν μπορούμε να καταλάβουμε σε τι ακριβώς αναφέρεται. Μπορεί να μην αναγνωρίζουμε ξεκάθαρα τον μοναδικό χαρακτήρα του Μότσαρτ, αλλά μπορούμε να καταλάβουμε τον σχεδόν απόκοσμο ήχο που δημιουργείται καθώς το κομμάτι μεγαλώνει κι ωριμάζει μπροστά μας, μέχρι το τελικό  μεγάλο ξέσπασμα, το ληκτικό αυτό μεγαλειώδες κρεσέντο πριν το απόλυτο τέλος.

Κάθε μεγάλος κλασικός συνθέτης, άφησε το δικό του μυστήριο και το δικό του στίγμα πάνω στο έργο που δημιούργησε. Μνήμες ξυπνούν και συναισθήματα γεμίζουν την ψυχή μας γνωρίζοντάς τα. Όλοι τους, μιλούσαν μέσα από την τέχνη, δείχνοντάς μας τις δικές τους διαθέσεις, χωρίς λόγια. Φτάνει να έχουμε τη διάθεση να ακούσουμε τι έχουν να μας πουν. Κι ο Μότσαρτ μιλούσε και θα μιλάει με τη μουσική του έως τα πέρατα της γης για πάντα.

Συντάκτης: Σία Πέρση
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου