Συχνά βλέπουμε να κάνει την εμφάνισή του, ιδίως τα τελευταία χρόνια, ένα καινούριο trend που ακολουθούν οι αναζητητές εργασίας κι επιβάλει τη διαφοροποίηση του αντικειμένου της εργασίας από αυτό των σπουδών του εκάστοτε ανθρώπου. Αν ψάξουμε τα βαθύτερα αίτια πίσω απ’ το γεγονός είναι δεδομένο ότι κρύβονται τόσο ζητήματα επιλογής όσο κι εξαναγκασμού, λόγω των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών.

Όπως και να ‘χει το γεγονός, εν τέλει, παραμένει το ίδιο· πολλοί άνθρωποι σήμερα περνούν τουλάχιστον τέσσερα χρόνια της ζωής τους σπουδάζοντας ένα αντικείμενο, το οποίο συχνά δεν ασκούν ποτέ, διότι δεν τους δίνεται η ευκαιρία να το κάνουν. Κι όμως, αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι εξακολουθούν να φαίνονται ικανοποιημένοι με την επαγγελματική τους αποκατάσταση και να απολαμβάνουν την εργασία που έτυχε να ασκούν· διότι αυτή τους γεμίζει, ενδεχομένως περισσότερο απ’ το αντικείμενο των σπουδών τους.

Είναι γνωστό ότι στην εποχή μας η εύρεση εργασίας είναι μία διαδικασία δύσκολη και χρονοβόρα. Επομένως, στα μάτια του ατόμου που αναζητά εργασία, όλες οι θέσεις είναι σημαντικές, αρκεί αισθάνεται χρήσιμος. Ακριβώς αυτά τα συναισθήματα είναι που χρειάζεται ο άνθρωπος για να είναι παραγωγικός και να έχει όρεξη να εργαστεί. Γι’ αυτό οι άνθρωποι είναι ικανοποιημένοι με οποιαδήποτε αξιοπρεπή δουλειά τους προκύψει και δε σκέφτονται να την εγκαταλείψουν, διότι έχουν αρκετούς λόγους να πιστεύουν ότι δε θα βρουν κάτι καλύτερο.

Σε φυσιολογικά πλαίσια, πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι οι σπουδές είναι κάτι που κάνουμε για τον εαυτό μας -ή τουλάχιστον αυτό θα έπρεπε να συμβαίνει. Όχι να αποτελούν απλά μία εξαναγκαστική διαδικασία, αλλά μία ευκαιρία για να ανοίξουμε τους πνευματικούς μας ορίζοντες και να γεμίσουμε με καινούριες εμπειρίες και γνώσεις. Με αυτά τα δεδομένα, καμία σύνδεση δε θα έπρεπε να έχουν με την εύρεση εργασίας· εν τούτοις, η δομή της κοινωνίας –η τεχνοκρατία στην εκπαίδευση– συγχέει τη μόρφωση με την οικονομία της εκάστοτε χώρας.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι άνθρωποι σπουδάζουν με σκοπό να γίνουν χρήσιμο –και σαφώς εξειδικευμένο– εργατικό δυναμικό, το οποίο εν τέλει, όπως αποδεικνύει η ίδια η πραγματικότητα, δεν μπορεί να αφομοιωθεί στην αγορά εργασίας. Έτσι η κατάληξη είναι πάντοτε η ίδια· οι άνθρωποι σπουδάζουν κι εργάζονται σε αντικείμενα πολύ διαφορετικά από αυτά που γνωρίζουν. Όχι, σαφώς αυτό δεν είναι κακό, είναι απλώς παράδοξο. Βέβαια, το μόνο που μας μένει είναι να το αποδεχτούμε και να χτίσουμε τη ζωή μας πάνω σε αυτή τη βάση.

Οι άνθρωποι παραμένουν ικανοποιημένοι με το αντικείμενό τους, διότι τους χαροποιεί το γεγονός ότι έχουν εργασία και μπορούν να στηρίξουν οικονομικά τον εαυτό τους. Αισθάνονται σημαντικοί διότι, με τα σημερινά κοινωνικά κι οικονομικά δεδομένα, είναι σπουδαίο απλώς να έχεις δουλειά·  χωρίς πλέον να έχει τόση σημασία τι δουλειά έχεις. Αυτή η πραγματικότητα, ωστόσο, δε σημαίνει ότι είναι φυσιολογική· μας κάνουν να πιστεύουμε ότι είναι.

Θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε ότι τα όνειρά μας κι η ευτυχία μας είναι βασισμένα σε μία επιτυχημένη καριέρα, σε μία σταθερή δουλειά που επιφέρει πολλά χρήματα, σε μία υψηλόβαθμη θέση -στην οποία, βέβαια, ενδέχεται να μη χρησιμοποιούμε καθόλου τις γνώσεις που μας πρόσφεραν οι σπουδές μας.

 

Συντάκτης: Θάνος Κουλουβάκης
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη