Σήμερα μας κάνω το γεύμα. Μα και ‘συ γέμισέ το το ποτήρι. Δε γίνεται να ‘ναι μισό. Μπερδεύει, βασανίζει. Δεν ξέρεις τι θέλει από σένα. Να γεμίσει ή ν’ αδειάσει. Να φτάσει μέχρι εκεί που το παίρνει, ή να μείνει στάσιμο. Ή πάλι ίσως να μη θέλει τίποτα απ’ τα δύο. Ίσως διαλέγει να είναι σ’ αυτή τη μετέωρη κατάσταση. Να μην αδειάζει μα και να μη γεμίζει. Να μην προχωρά μα και να μην τραβάει πίσω.

Γιατί, τι πιο δύσκολο απ’ το να πάρεις μια απόφαση. Τι πιο δύσκολο απ’ το να ξεκολλήσεις απ’ αυτά που σ’ έχουν σκαλώσει. Αυτά που σ’ έχουν δεσμεύσει. Και το ποτήρι μένει μισό. Μισό κι ανολοκλήρωτο. Κάπου σ’ ένα άρθρο πρόσφατα διάβασα πώς τα μισοτελειωμένα δε μας πάνε. Δεν τα χωράει ο νους μας. Μας προκαλούν λέει άγχος. Θα το πιστέψω. Γιατί πολύ με αγχώνει αυτό το μισοτελειωμένο ποτήρι, που δε λέει να γεμίσει.

Οι προσπάθειες έχουνε γίνει πάντως. Τι μπουκάλια έχουν ανοίξει, τι σερβίτσια έχουν στηθεί. Γλέντι ολόκληρο. Ευκαιρίες, να φαν’ κι οι κότες. Χαλάλι λες, αν είναι να γεμίσει αυτό το πολυπόθητο ποτήρι. Χαλάλι και τα έξοδα, χαλάλι και ο χρόνος που ‘χεις δώσει. Αρκεί να το δεις να γεμίζει. Μα τίποτα. Καμιά αλλαγή. Έχει πεισμώσει και δε λέει να ξεφύγει από τη μετριότητά του. Μόνο του στο κέντρο της προσοχής, να παίζει με τις αντοχές μας. Το βλέμμα πάλι έχει καρφωθεί σ’ αυτό. Κι όσο δε γίνεται μια κίνηση, τόσο δε φεύγει το βλέμμα. Γιατί λες, δε γίνεται, τόσα έχουμε περάσει μ’ αυτό το ρημαδοποτήρι, τώρα είναι η στιγμή του. Μπα, στοίχημα πώς δεν είναι ούτε τώρα.

Κι αφού δεν έρχεται η στιγμή αυτή γιατί δεν το πίνεις να τελειώνουμε; Μια ρουφηξιά και να το κάτω. Τελείωσε, έφυγε. Τι το σκέφτεσαι και με κάνεις να το καρφώνω και ‘γω με τις ώρες. Πιες το κι ας έχει ξινίσει. Πιες το κι ας είν’ πικρό. Καλύτερα πικρό, παρά μισό. Αφού τα μισά δε μας ταιριάζουν, δεν ακούς. Μα δεν το πίνεις. Δεν το αδειάζεις, το αφήνεις μισό. Μισό κι αμφίβολο. Όπως κι όλα γύρω του.

Και κάπως αυτό είναι μεταδοτικό. Ξαφνικά αρχίζουν όλα να μένουν μισοτελειωμένα. Πιάτα με τις τελευταίες μπουκιές, πιατέλες με φαγητό που περίσσεψε. Κι από κει που είχες να διαλέξεις για ένα πράγμα, τώρα γίνανε πολλά. Τόσα που σε πνίγουν. Και τελικά τι κάνεις; Ακριβώς. Σηκώνεσαι απ’ το τραπέζι κι αποχωρείς. Ούτε ποτήρι, ούτε πιάτο, ούτε πιατέλα. Ας μείνουν όλα μισά λες. Δε χάθηκε κι ο κόσμος.

Όντως δε χάθηκε κι ο κόσμος για ένα ποτήρι που ‘μεινε μισό. Ένα ποτήρι που δε πρόλαβε να διαλέξει και να καθορίσει την πορεία αυτού του γεύματος. Όσο δε χάνεται ο κόσμος όμως, χάνεται η υπομονή. Αρετή όπως είναι, έχει τα όριά της. Και πόσο ακόμα να κοιτάω αυτό το μισοτελειωμένο ποτήρι που τελικά δε γέμισε ποτέ. Πόσο ακόμη να περιμένω να γεμίσει ή ν’ αδειάσει, για να ολοκληρωθεί αυτό το τραπέζι της ζωής. Ακριβώς. Κάνω ό, τι έπρεπε να κάνω απ’ την αρχή. Σηκώνομαι και ‘γω απ’ το τραπέζι. Μα πριν φύγω, σηκώνω το ποτήρι, το κοιτάω καλά μια τελευταία φορά και το αδειάζω μονορούφι. Το ακουμπάω στο τελειωμένο αυτό γεύμα κι αποχωρώ.

 

Συντάκτης: Μαρία Μόρρου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου