Αν κι έχουν περάσει χρόνια, υπάρχει ακόμη μια μεγάλη λατρεία προς τον παλιό κινηματογράφο. Απ’το μυαλό ξεπηδούν εικόνες από ασπρόμαυρες σκηνές πάνω σ’ ένα λευκό πανί, να φανερώνουν μια αλήθεια που όμοιά της δύσκολα βρίσκεις πια. Σ’ αυτό το πανί κατάφεραν κάποτε ν’ αποτυπωθούν συναισθήματα και σχέσεις μ’ έναν τρόπο μοναδικό. Η ανιδιοτελής αγάπη, ο πόνος του χαμού, η προσμονή του έρωτα, η τρέλα του ενθουσιασμού. Το πιο συνταρακτικό όμως δεν είναι το πώς καταφέρνουν ακόμη και σήμερα να μας συγκινούν, αλλά το ότι αυτό δεν προκύπτει από μεγάλα λόγια και βαρύγδουπες δηλώσεις. Προερχόμενα από μια εποχή όπου η κατάθεση ψυχής δεν ήταν θέμα λέξεων αλλά πράξεων, μας υπενθυμίζουν το πόσα έχουν αλλάξει μέχρι σήμερα.

Στην πραγματικότητα είναι ίσως το μόνο που έχει αλλάξει. Γιατί απ’ όποιο μέρος του πλανήτη κι αν είσαι, σε όποια χρονική περίοδο κι αν έζησες ή πρόκειται να ζήσεις, το πώς είσαι φτιαγμένος να αισθάνεσαι παραμένει σταθερό. Ο καθένας, κατά τη διάρκεια της ζωής του μπορεί να πλημμυρίζεται από πολλά και διαφορετικά συναισθήματα. Αυτά όμως καθ’ αυτά δε διαφοροποιούνται με τον χρόνο. Παραμένουν αναλλοίωτα ως έννοιες, να κληρονομούνται από γενιά σε γενιά. Αυτό που στην ουσία αλλάζει είναι ο τρόπος που επιλέγουμε να τα διαχειριστούμε και κατ’ επέκταση να τα εκφράζουμε στους γύρω μας.

Σκεφτόμενοι άλλες εποχές, βλέπουμε πώς οι έντονες εκδηλώσεις συναισθημάτων θεωρούνταν κάποτε σχεδόν απαγορευτικές, ανεξαρτήτως θέσης και κύρους. Καθώς οι συναισθηματισμοί μπορούσαν κάλλιστα να θεωρηθούν αδυναμία, ακόμη κι εντός της ίδιας της οικογένειας, η έκφραση της αγάπης σπανίως είχε μορφή λεκτική. Μέχρι και συναισθήματα έντονα κι επαναστατικά όπως ο έρωτας, μπορούσαν απλά να ξεγελάσουν το μυαλό μόνο για μια στιγμή και ν’ αφήσουν τη γλώσσα να προτρέξει, δηλώνοντας το πολυπόθητο «Σ’ αγαπώ». Άπαξ όμως κι ειπωθεί, σαν συμβόλαιο στο χαρτί σφράγιζε και καθόριζε τη σχέση, στην οποία πια δε χρειαζόταν καμιά άλλη δήλωση.

Αναμενόμενα, αυτό πλέον δε μας είναι αρκετό. Μαθαίνουμε ν’ αντιμετωπίζουμε κάθε τι που μας συμβαίνει και να αναγνωρίζουμε τα συναισθήματα που αυτό μας προκαλεί, είτε είναι ευχάριστα είτε δυσάρεστα, ή τουλάχιστον αυτό προσπαθούμε. Γιατί πλέον αδυναμία δεν είναι το να είσαι συναισθηματικός αλλά το να πνίγεις και να καταπιέζεις τα συναισθήματά σου. Κερδίζοντας όμως την πολυπόθητη ελευθερία έκφρασης, καταφέραμε να δημιουργήσουμε κάτι ακόμα το οποίο μέχρι πρότινος δεν υπήρχε. Την υπέρμετρη έκφραση συναισθημάτων.

Ναι, μπορεί να υφίσταται κι αυτό. Γίνεται όταν η γλώσσα δεν προτρέχει απλά του μυαλού, αλλά έχει ήδη τερματίσει σ’ αυτόν τον μαραθώνιο της επικοινωνίας κι έχει πάρει και το βραβείο. Γίνεται όταν πλέον η λέξη «Σε λατρεύω» μπορεί να ειπωθεί στο φούρναρη, επειδή έβγαλε καινούργια παρτίδα από κουλούρια γλυκάνισου. Κανένα πρόβλημα, ούτε με τα κουλούρια ούτε με τον αγαπητό φούρναρη, αλλά η χρήση των ίδιων λέξεων για διαφορετικό σκοπό και λόγο, προμηνύει έναν κίνδυνο. Συνηθίζουμε να χρησιμοποιούμε λέξεις διαφοροποιώντας την έννοιά τους ανάλογα με τη συνθήκη που θα ειπωθούν κι αυτό θα μπορούσε κατά μια έννοια να θεωρηθεί κομμάτι του πλούτου της ελληνικής γλώσσας. Εύκολα όμως μπορεί να γίνει και η αχίλλειος πτέρνα της.

Γιατί ανέκαθεν οι λέξεις είχαν κι έχουν βαρύτητα˙ αυτή που εμείς τους προσδίδουμε. Όταν καταφέρνουμε να τις ευτελίσουμε διαφοροποιώντας το νόημά τους κατά πώς μας βολεύει, ταυτόχρονα αφαιρούμε κάθε στιγμή λίγη από αυτή τη βαρύτητα. Τότε πώς θα μπορούμε με θάρρος και σιγουριά να τις αρθρώσουμε όταν πραγματικά θα θέλουμε να ειπωθούν σ’ αυτούς στους οποίους αξίζει ν’ ακουστούν;

Ίσως γι’ αυτό παραμένει λατρεμένος ο παλιός κινηματογράφος. Κατάφερε να βρει και ν’ αποτυπώσει την ισορροπία μεταξύ της υπερβολής και της απουσίας της έκφρασης. Έναν συνδυασμό από πράξεις και λόγια, που οδηγούν σ’ αυτό που όλοι αποζητάμε˙ την αλήθεια. Έτσι κι αλλιώς, όταν ακούμε το «Σ’ αγαπώ», δεν απολαμβάνουμε τη λέξη αλλά τη σημασία που αυτή πρεσβεύει. Κι όταν δεν έχει να πρεσβεύσει κάτι, γίνεται απλώς ένας ήχος ανάμεσα στους υπόλοιπους.

 

Συντάκτης: Μαρία Μόρρου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου