Αν οδηγείς, σίγουρα θα έχει τύχει να παρκάρεις αφελώς στις θέσεις αναπήρων, αφού από απροσεξία παρέβλεψες τη σήμανση. Όταν την είδες, τράπηκες αμέσως σε φυγή, φροντίζοντας η επόμενη στάθμευση να είναι στην πλευρά των δήθεν αρτιμελών, που πολλές φορές είναι ανάπηροι χωρίς σήμανση, κάτι που διαπίστωσες όταν κατά το παρκάρισμα τράκαρες με έναν από αυτούς.

Η εμφάνισή τους κατάφερε να σε ξεγελάσει, αφού σε τράβηξαν ακριβώς επειδή φάνηκαν να έχουν κάτι το ονειρικά ρομαντικό, μα γρήγορα η πραγματικότητά τους αποδείχθηκε εκ διαμέτρου αντίθετη. Βλέπεις, δεν είναι το περιτύλιγμά τους που αλλοιώθηκε απ’ τα απανωτά τους ατυχήματα, αυτά που προηγήθηκαν του δικού σας, αλλά το περιεχόμενο.

Είναι άνθρωποι που κάποτε θέλησαν μονάχα να μοιραστούν με κάποιον τις μέρες και τις νύχτες τους, αλλά η ψυχή τους κουράστηκε να δίνεται καλοπροαίρετα και να αντιμετωπίζεται σαν πόρνη της μίας βραδιάς κι ούτε καν καλοπληρωμένη.

Σε μια εποχή όπου όλοι το μόνο που μετράνε είναι τα χρήματα, εκείνοι ήξεραν να αναγνωρίσουν τα σημαντικά πράγματα και να τα κυνηγήσουν, αλλά παραβλέποντας ότι τα πάντα έχουν πια μία τιμή, ξέχασαν να κοστολογήσουν σωστά τον εαυτό τους. Έτσι, τον παρείχαν αρκετές φορές σε τιμή ευκαιρίας, γι’ αυτό και τώρα πια δεν επιτρέπουν την παραμικρή έκπτωση.

Γνωρίζουν πλέον τις αδυναμίες τους και δε ζουν σε ροζ σύννεφα, αφού χρειάστηκε να πέσουν αρκετές φορές από εκεί πάνω, μέχρι που σακάτεψαν ανεπανόρθωτα τα πόδια τους. Κι αν κάποιος τους άπλωσε το χέρι για να τους βοηθήσει να ξανανέβουν, δεν το έπιασαν ποτέ, αφού ήξεραν πως το ίδιο χέρι αργότερα θα ήταν που θα τους έσπρωχνε σε μία ελεύθερη πτώση χωρίς καν αλεξίπτωτο.

Σε έναν κόσμο όπου το να βρεις αντικατάστατα φαντάζει ό,τι πιο εύκολο εξαιτίας της πληθώρας επιλογών, εκείνοι επέλεξαν να μη συμβιβαστούν καν με υποκατάστατα. Γι’ αυτό και δεν επέτρεψαν σε κανέναν να τους φορέσει δανεικά φτερά, αφού τα δικά τους τα έκοψαν σύρριζα οι ίδιοι.

Η συνεχής κακομεταχείριση τους μετέτρεψε από πρίγκιπες του παραμυθιού σε κακούς δράκους. Για εκείνους ο έρωτας έγινε ένα κακοπαιγμένο έργο φτηνής παραγωγής σε επανάληψη. Κατάφεραν να απομυθοποιήσουν τον μύθο του «για πάντα», που πια δεν είναι για εκείνους τίποτα πέρα μία ανυπόστατη υπόσχεση για αδύναμους.

Δε στόχευσαν ποτέ στο τέλειο. Αποζητούσαν μονάχα έναν άνθρωπο να παθιαστούν με το πάθος του κι αντί γι’ αυτό δε βρήκαν εκείνοι τους λάθος ανθρώπους, αλλά οι λάθος άνθρωποι εκείνους. Έπειτα δεν μπόρεσαν πια ούτε να δώσουν ούτε και να πάρουν συναισθήματα, αφού πίστεψαν πως και λουλούδι να έπιαναν στα χέρια τους θα μαραίνονταν.

Δεν είναι κυνικοί, απαισιόδοξοι, ή μίζεροι άνθρωποι. Σακατεμένοι είναι. Ανάπηροι συναισθηματικά. Ρεαλιστές σύμφωνα, όμως, με την πραγματικότητα που εκείνοι γνώρισαν. Τη σκάρτη, τη φτηνή, την αχάριστη.

Όταν πια αγανάκτησαν, τα έβαλαν κάτω και μέτρησαν τους ανθρώπους της ζωής τους, τους περαστικούς και τους δανεικά θαμώνες. Τις καταστάσεις που βίωσαν παρ’ όλο που δεν άξιζαν κι όσα έδωσαν, αλλά ούτε στο ελάχιστο δεν πήραν πίσω. Τότε αποφάσισαν πως δε θέλουν να ξαναπεράσουν τα ίδια.

Ξέρασαν τόσες φορές τον ενθουσιασμό τους που πλέον δε θέλουν ούτε μυρωδιά από δαύτον. Μπούχτισαν από μαθήματα ζωής, από ανθρώπους επιφανειακούς και σκάρτους, που δεν ξέρουν ούτε να δίνουν ούτε και να δίνονται. Ξέρουν μονάχα να εκμεταλλεύονται και να εκτιμούν όσα ο εγωισμός τους επιτρέπει.

Το πόρισμα της ανασκόπησης των τραυματικών εμπειριών τους ήταν πως είναι κακό πράγμα να εξαρτάσαι από ανθρώπους και συναισθήματα. Πόσο μάλλον από ανθρώπους που μπαίνουν απαστράπτοντας στη ζωή σου, την ανατινάζουν κι εξαφανίζονται μέσα απ’ τον καπνό του ολοκαυτώματος.

Μην τους κοιτάξεις με μάτια εμβρόντητα θεωρώντας ότι έχεις να κάνεις με κομπλεξικούς που κάποτε πληγώθηκαν ανεπανόρθωτα, ώστε να δηλώνουν τώρα ευθαρσώς πως δεν πιστεύουν σε αγάπες κι έρωτες. Και προς Θεού, μην τους κατηγορείς. Τις τάσεις φυγής της ψυχής σου δεν μπορείς να τις τιθασεύσεις. Να βλέπεις το ποτήρι μισογεμάτο κι όχι μισοάδειο. Ξέρουν πάνω-κάτω τα ίδια πράγματα με εσένα για τη ζωή, μονάχα που εκείνοι στάθηκαν περισσότερο άτυχοι, επειδή τόλμησαν να πιστέψουν πως πράγματι υπάρχει ακόμη εκεί έξω κάτι για το οποίο να αξίζει να παλέψουν.

Σιχάθηκαν τα όμορφα ψέματα κι ένιωσαν να ουρλιάζει απ’ τα σωθικά τους μια φωνή ένα τιτανομέγιστο «Φτάνει!», ικανό να προκαλέσει πολλαπλές απανωτές σεισμικές δονήσεις. Έτσι, βρήκαν το θάρρος να αποσυρθούν απ’ την αναζήτηση του αληθινού σε έναν κόσμο που βρομάει απ’ άκρη σ’ άκρη ψέμα.

Ό,τι δε σε σκοτώνει, σε αλλοιώνει. Όταν έρχεσαι κατ’ εξακολούθηση αντιμέτωπος με τη σαβούρα απαξιώνεις καθετί, ώστε να σταματήσεις να εκπλήσσεσαι και να απογοητεύεσαι απ’ την κατάντια ενός κόσμου όπου επικρατεί η επιφάνεια κι η επιπολαιότητα. Παγώνεις, αδιαφορείς, πληγώνεις. Φοράς πανοπλία την άτρωτη θεωρία ζωής του «ή σκοτώνεις ή σκοτώνεσαι» σε μια προσπάθεια να πάψεις να παλεύεις με δαίμονες κι αδιέξοδα.

Τα βάζεις με τους πάντες. Με τον Θεό, το σύμπαν, το κάρμα, τον εαυτό σου, τον σκηνοθέτη της ζωής σου κι εντέλει με τους εξαρχής υπαίτιους· τους ανθρώπους. Γι’ αυτό κι αν καμιά φορά λυγίζεις, είναι απ’ το παράπονο. Που δεν έπιασες ποτέ όπλο στα χέρια σου μα ένιωσες πολλές φορές την κάννη του να καίει απειλητικά το μέτωπό σου. Είναι το γαμώτο της πληγής του εγωισμού σου. Αυτού που σήκωσε ανάστημα μετά και το τελευταίο βίαιο ποδοπάτημα που δεν μπόρεσες να αποτρέψεις.

Είναι στη φύση του ανθρώπου να χτίζει ανθρώπινες σχέσεις και να τις κατεδαφίζει στο ίδιο δευτερόλεπτο. Γι’ αυτό, αν κοιτάξεις τριγύρω, θα δεις πολλή πίκρα και μοναξιά. Ίσως παραπάνω απ’ όσο θα έπρεπε. Η ζωή, όμως, είναι ωραία. Αρκεί να την κρίνεις με βάση τις στιγμές κι όχι τους ανθρώπους της. Και στο κάτω-κάτω να ελπίζεις! Η αξιοπρέπεια δε χάθηκε. Για όλους υπάρχει. Αρκεί ο καθένας μας να τη βρει.

Τα φτερά δεν μπορεί να στα κόψει κανείς αν εσύ δεν το επιτρέψεις. Και στ’ αλήθεια, είναι τόσο ωραία όταν κοιτάς από ψηλά, που θα ’πρεπε κανείς να απορεί όταν κόβεις εσύ ο ίδιος τα φτερά σου.

 

Συντάκτης: Σοφία Μιχοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη