Κούτες παντού, ζάναξ πουθενά. Τουλάχιστον το ταβάνι είναι ακόμα στη θέση του. Το μοναδικό πράγμα που δε θα μπορέσεις να πάρεις μαζί σου, ο δικός σου προσωπικός ψυχαναλυτής. Ο μόνος που επέτρεψες να γνωρίζει για το λούκι που τραβάς στον πιο επώδυνο αποχωρισμό της έως τώρα ζωής σου. Κι αν δεν τολμάς να σηκώσεις το βλέμμα σου σε αυτό είναι από φόβο, μην τυχόν και δεις μία ολόκληρη ζωή να περνάει μπροστά απ’ τα μάτια σου και δειλιάσεις στο φινάλε. Μία ζωή που ψάχνεις το κουράγιο να εγκλωβίσεις σε μερικές χαρτόκουτες και μια βαλίτσα που φαντάζει πούπουλο σε σχέση με το βάρος που καλείσαι να πάρεις στις πλάτες σου. Κι, όμως, εσύ, θα το ξαναζούσες.

Είχες προετοιμαστεί για τη μέρα που θα κρατούσες στα χέρια σου το πολυπόθητο χαρτί του πτυχίου και το μόνο που θα ήθελες θα ήταν να φωνάξεις στο άπαν σύμπαν πως finito la musica, passato la fiesta! Δεν είχες υπολογίσει, όμως, τη συναισθηματική σου τρικυμία που θα ήταν τέτοια, ώστε να παρασύρει στο on κάθε διακόπτη του μυαλού σου. Ακόμη κι εκείνον που νόμιζες πως σκούριασε πια, της μνήμης.

Ξαφνικά αυτή η σχολή, που για καιρό ήταν το καθημερινό σου βάσανο, φωτίζεται απ’ άκρη σ’ άκρη και φαντάζει δεύτερο σπίτι σου. Και να ’σαι, την ύστατη στιγμή, μπροστά από εκείνα τα αμφιθέατρα, πιο δεκαοχτάχρονος από ποτέ! Αίθουσες που ανέκαθεν ασφυκτιούσαν απ’ τον καπνό των αγανακτισμένων φοιτητών και με τοίχους γεμάτους παραταξιακά συνθήματα που ποτέ στ’ αλήθεια δε διάβασες, αφού το μοναδικό σύνθημα που ήξερες να διαλαλείς περήφανα ήταν το δικό σας, το παρεΐστικο, «πτυχίο δε θα πάρουμε κι ο καφές τελειώνει». Τη συνέχεια την ξέρουμε όλοι!

Κι αυτός ο καφές, αχ αυτός ο καφές! Ούτε καν ποιοτικός κι, όμως, εσύ περίμενες επανειλημμένα γι’αυτόν στην ατελείωτη ουρά του κυλικείου, ως τη μοναδική ελπίδα να κρατήσεις τα μάτια σου ανοιχτά, σε ένα ακόμη ρεσιτάλ δήθεν προσηλωμένης παρακολούθησης, ενώ το μυαλό σου ήταν στο τι να φορέσεις το βράδυ που θα βγεις με το γκομενάκι. Κι όχι στο βωμό της γνώσης, αλλά εις χάριν του αξιότιμου κυρίου καθηγητή που ήταν λάτρης της φυσιογνωμίας και που αν δεν του θύμιζες κάτι εκ πρώτης όψεως, το μοναδικό που θα σου έδινε εντέλει θα ήταν η μονάδα για τη φιλική συμμετοχή σου σε μια ακόμη εξεταστική.

Εξεταστική, μακρά ιστορία! Πόσο ύπνο έχασες διαβάζοντας για να πας τελικά και να σου πέσει το σωτήριο σκονάκι στο πάτωμα, ενώ ο επιτηρητής στεκόταν ακριβώς από πάνω σου; Και τότε εσύ παραδόθηκες γελώντας στο χαιρέκακο κάρμα σου, πιστεύοντας πως ούτε αυτό δεν ήθελε να πάρεις πτυχίο. Λες και σου έφταιγε αυτό κι όχι οι έρωτες σου, οι τάχα ανεπανάληπτοι, που λες κι είχαν ραντάρ πανάθεμά τους κι εμφανίζονταν πάντα πριν από κάθε εξεταστική για να σου πάρουν τα ήδη παρμένα μυαλά!

Με το ίδιο σύμπαν τα βάζεις τώρα και την εσχάτη προδοσία του, που δε στα’φερε όπως είχες φανταστεί. Και θυμώνεις γι’ακόμη μια φορά, που απ’όσα παραμύθια μας είπαν όταν ήμασταν μικροί, κανένα στ’αλήθεια δεν είχε πρωταγωνιστή που να φεύγει. Που κανείς δεν τόλμησε να μας πει ποτέ πως κάποιες φορές πρέπει να φεύγεις. Ακόμη κι από αυτήν την πόλη, που μίσησες στην πρώτη μέρα που πάτησες το πόδι σου και λάτρεψες τόσο στη τελευταία της φυγής σου. Την πόλη που σε εξοικείωσε με την καθημερινή καταστροφή της ανθρωπότητας και σε έκανε όχι απλώς να ευχηθείς για θαύματα, αλλά και να πιστέψεις σε αυτά.

Αν το τελευταίο «απόψε» σου σε αυτήν την πόλη είχε απουσιολόγιο, δε θα ’μενε λευκή σελίδα. Ανεπανάληπτα ξενύχτια, σκληρά μεθύσια, μεταμεσονύχτια τηλεφωνήματα, ανώφελοι τσακωμοί, κινηματογραφικοί έρωτες, γέλια, δάκρυα, δηλώσεις, υποσχέσεις, σχέδια, εις τους αιώνας των αιώνων ακέραιες φιλίες. Κάθε σου συναίσθημα στη μέγιστη ένταση, όπως κι ο Πάριος, που το πουλάει το σπίτι, σε ένας συνεχές κι αξιολύπητο replay. Κύριος όλων ο φόβος, για το τι σε περιμένει πίσω από αυτήν την πόρτα πάνω στην οποία φεύγοντας θα πρέπει να αφήσεις κλειδιά κι αντικλείδια.

Ένα πράγμα έμεινε έξω απ’ τις κούτες, αυτή η κορνίζα με την κολλητή σου, σε μια φωτογραφία από ένα ακόμη ξενύχτι σας. Δεν έχει θέση σε καμία κούτα, δε θα διακινδύνευες να χαθεί μετά από μία μετακόμιση, ούτε το αντικείμενο ούτε το «μαζί» σας. Κι ας ξέρεις, πως δε θα ξαναγυρίσετε ξημερώματα στο σπίτι, τρικάβαλο πάνω στο μηχανάκι, λιώμα απ’ το ποτό, πως δε θα έχεις το αξιολάτρευτο καθημερινό κήρυγμα για το κάπνισμα που πρέπει επιτέλους να κόψεις, πως αυτός ο πολύωρος καθιερωμένος καφές στο στέκι σας πλέον θα είναι όνειρο θερινής νυκτός.

Πόσα γέλια, πόσα κλάματα, και σε όλα μαζί. Στα ύψη, μαζί. Στα πατώματα, μαζί. Άνθρωποι που δεν μπορείς ούτε να φανταστείς πώς θα ήταν πια η ζωή σου χωρίς εκείνους. Κι είσαι τυχερός που τους γνώρισες, μα ακόμη πιο τυχερός που έπειτα από τόσα χρόνια το μοναδικό πράγμα που μπορεί να σας χωρίσει είναι μία πτήση. Τώρα ξέρεις πως μάταια έκλαψες αδιάκοπα και πεισματικά για περαστικές αγάπες. Οι πραγματικές αγάπες της ζωής σου είναι αυτοί οι άνθρωποι που τώρα πρέπει να κοιτάξεις με δάκρυα στα μάτια και να γίνετε μία μεγάλη αγκαλιά, με την ανέλπιστη υπόσχεση πως δε θα χαθείτε, θα τηλεφωνιέστε!

Μη λυπάσαι, στην πραγματικότητα, δε χάνεις απολύτως τίποτα. Αντιθέτως, είναι η ώρα της αποζημίωσης, για εκείνην την εξίσου δύσκολη επιλογή που έκανες τότε, στα άπειρα δεκαοχτώ σου, αφήνοντας πίσω οικογένεια και φίλους απ’ το σχολείο.

Ένας κύκλος κλείνει εκεί ακριβώς από όπου ξεκίνησε. Με εσένα σε ένα αεροδρόμιο, με βάδισμα ασταθές και με ένα εισιτήριο να καίει τις τρεμάμενες παλάμες σου. Μοναδική παρέα οι αποσκευές κι οι επιλογές σου. Α, ναι, και η νέα σου ζωή.

Όταν η πύλη θα ανοίξει, να μην κοιτάξεις πίσω. Στο φινάλε, κράτα το κεφάλι ψηλά και πες ένα «ευχαριστώ» για το μπροστά που σου προσφέρεται απλόχερα. Τουλάχιστον εσύ έχεις την ευκαιρία. Κι οι ευκαιρίες είναι για να τις αρπάζεις!

Ώρα να μεγαλώσουμε! Φύγαμε;

 

Συντάκτης: Σοφία Μιχοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη