Ξέρετε, στα μαθηματικά υπάρχουν οι γνωστές ημιευθείες∙ έχουν αρχή μα όχι τέλος. Υπάρχουμε, λοιπόν, κι εμείς που ζούμε τη ζωή μας βάσει της θεωρίας της ημιευθείας. Τ’ αφήνουμε όλα στη μέση. Τόσες αρχές κι ούτε ένα τέλος. Απ’ τα πιο απλά μέχρι τα πιο σύνθετα. Απ’ τις κατ’ οίκον εργασίες στο δημοτικό, μέχρι το διάβασμα για την εξεταστική στο πανεπιστήμιο, τα μαθήματα πιάνου, το συγύρισμα της ντουλάπας, το ξεκαθάρισμα μιας παρεξήγησης…

Κι η λίστα συνεχίζει. Μεγαλώνει. Είναι τρόπος ζωής. Και μας επηρεάζει σε κάθε δυνατό βαθμό. Έπειτα από ένα google search ανησυχίας, μπας και μας καταλογίζεται κάποια ψυχολογική διαταραχή, κατέληξα να διαβάζω για σύνδρομα ελλειμματικής προσοχής κι υπερκινητικότητας. Με υποσημείωση ότι άτομα ελλειμματικής προσοχής έχουν συνήθως υψηλό δείκτη νοημοσύνης. Ωστόσο, καμία απόλυτη ταύτιση, ούτε και κάποια λύση.

Κι έπειτα, αφού ασθένεια δεν κατονομάζεται πρέπει να μιλάμε για φόβο. Το φόβο του «τέλους». Της ίδιας της λέξης. Της σημασίας. Του οριστικού, του ανέκκλητου. Μας βολεύει μια παρατεταμένη συνέχεια, παρά ένα επιβεβλημένο τέλος. Να έχουμε πάντα το ενδεχόμενο να επιστρέψουμε πίσω. Να έχουμε πάντα ένα περιθώριο μεταβολής.

Κλείνουμε τα μάτια. Βλέπουμε ό,τι θέλουμε να βλέπουμε, ώστε να καθησυχάζεται η ταραγμένη μας συνείδηση. Η αρχή είναι πάντα αγνή κι αθώα, το τέλος πάντα συντροφεύεται από μια δόση νοσταλγίας και πίκρας. Οπότε συμβιβαζόμαστε κάπου στο ενδιάμεσο, χωρίς το κουράγιο να οδηγηθούμε σε μια έκβαση.

Κι αφού έχουμε κουραστεί με την παράταση μιας ουσιαστικά τελειωμένης προ πολλού διαδικασίας, νιώθουμε ήδη την ανάγκη έναρξης κάποιας καινούριας. Κάτι φρέσκο να μας εξιτάρει. Να μας αναζωογονήσει. Μας αρέσει η ιδέα, και δεν αργούμε, εύκολα και με συνοπτικές διαδικασίες κάνουμε ακόμα μία αρχή. Ακόμα μία αρχή να προστεθεί στις άλλες τόσες, να προσπαθήσει να γεμίσει το κενό.

Ένα κενό που δε σκεφτήκαμε ότι δημιουργείται ακριβώς απ’ την έλλειψη τέλους. Ίσως να μην είναι, τελικά, ούτε ασθένεια ούτε φόβος. Ίσως να ‘ναι απλά αμέλεια. Αμελήσαμε την ολοκλήρωση της οποιασδήποτε διαδικασίας επειδή δε φάνταζε επείγουσα ή ελκυστικά αρκετή. Πιο ενδιαφέρουσα ήταν η έναρξη μιας καινούργιας. Γι’ αυτό και καταλήξαμε στον κόσμο των ημιευθείων.

Ωστόσο, είμαστε άνθρωποι σ’ έναν κόσμο που δε χαρίζεται στους θνητούς του. Η ζωή είναι γεμάτη τέλη, όπως κι αρχές. Το να βλέπεις μόνο τη μισή αλήθεια δεν ωφελεί κανέναν, πόσο μάλλον τον ίδιο τον εαυτό σου. Το θέμα είναι να μάθουμε να κυνηγάμε τα τέλη μας μαζί με τις αρχές μας. Να συνειδητοποιούμε την πραγματικότητα. Να ψάχνουμε τρόπους να είμαστε παραγωγικοί.

Μόνο αν πραγματικά τελειώσεις κάτι, μπορείς να προχωρήσεις στο επόμενο. Αλλιώς, λίγο από σένα μένει μαζί του. Ένα κομμάτι σου θα προσπαθεί ακόμα να το τελειώσει, έστω κι αν εσύ το έχεις ξεχάσει, κι αυτό θα κλέβει απ’ την παραγωγικότητά σου. Το θέμα πάντοτε είναι να αποδέχεσαι τις αλήθειες σου.

Να αποζητάς το τέλος, όπως κάποτε αποζήτησες την αρχή. Με την ίδια δίψα.  Όχι γιατί πρέπει. Όχι γιατί έτσι σε συμβούλεψε κάποιος. Για κανένα καλό σου. Απλά γιατί το θέλεις. Αναγνωρίζεις ότι δεν μπορείς να αφοσιωθείς σε κάτι αν δεν είσαι πλήρως αποδεσμευμένος απ’ το προηγούμενο. Θέλεις να δώσεις το εκατό τοις εκατό του εαυτού σου. Δε συμβιβάζεσαι με την ψευδαίσθηση της ημιευθείας. Μπορείς να τα θέλεις όλα ή τίποτα. Μπορείς κι οφείλεις να το κάνεις.

 

Συντάκτης: Μαρίνα Πολυκάρπου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη