Υπήρχε κάποτε ένας κήπος με τριαντάφυλλα. Η αλήθεια είναι πως κανείς δε σκοτιζόταν κι ιδιαίτερα να περιποιηθεί αυτά τα τριαντάφυλλα, τουλάχιστον όχι όπως ακριβώς τους χρειαζόταν. Πού και πού, λοιπόν, ο κήπος ποτιζόταν λιγότερο απ’ όσο έπρεπε κι άλλες φορές τα τριαντάφυλλα κολυμπούσαν μες στο νερό τους.

Μια μέρα, το μεγαλύτερο τριαντάφυλλο, που δεν άντεχε άλλο και που άρχισε να μαραίνεται απ’ αυτήν την άστατη περιποίηση που δεχόταν, είπε πως θα ‘θελε να φύγει απ’ τον κήπο και να μπει σ’ ένα κεραμικό δοχείο.

«Τουλάχιστον, εκεί θα με ποτίζουν όπως θέλω» συλλογιζόταν, μα δεν μπορούσε τόσο απλά να φύγει απ’ αυτόν τον κήπο, καθώς στην ίδια τριανταφυλλιά υπήρχαν κι άλλα μικρότερα τριαντάφυλλα, τα οποία θα έπρεπε να το ακολουθήσουν, αν θα πήγαινε να ζήσει στο δοχείο.

Τα μικρότερα τριαντάφυλλα, όμως, που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στον κήπο, δε φαινόταν να ενοχλούνται απ’ την κατάσταση. Όταν ρωτήθηκαν, έτσι, αν ήθελαν να ακολουθήσουν το μεγάλο τριαντάφυλλο, εκείνα φυσικά απάντησαν: «Γιατί θες να μας βγάλεις απ’ τον κήπο μας και να μας στριμώξεις μέσα σ’ ένα δοχείο;».

Κι έτσι, λοιπόν, προκειμένου να μη δυσαρεστήσει τα μικρά τριαντάφυλλα, έκατσε στον κήπο κι εξακολουθούσε να ποτίζεται άτακτα και να μαραίνεται όλο και πιο πολύ. Κάποια στιγμή, έτσι, τα πέταλα του τριαντάφυλλου είχαν ολότελα χαθεί και φυσικά, το κακό είχε πάρει και τα μικρότερα τριαντάφυλλα, που μαραίνονταν κι αυτά μαζί του.

Τότε, ένα απ’ τα μικρά τριαντάφυλλα δε δίστασε να γυρίσει και να του πει με θυμό: «Εσύ φταις που μαράθηκες και που μαραθήκαμε κι εμείς μαζί σου. Αφού δεν περνούσες καλά στον κήπο κι αφού το ‘βλεπες πως θα ‘φτάναμε εδώ, γιατί δεν πήγες να ζήσεις στο κεραμικό δοχείο;».

Σαν αυτό το τριαντάφυλλο, λοιπόν, που μαράθηκε γιατί δεν έφυγε απ’ τον κήπο για να μη δυσαρεστήσει τα μικρότερα τριαντάφυλλα, θα κατηγορηθούμε κι εμείς, κάποια στιγμή στο μέλλον, απ’ τα παιδιά μας, αν, για χάρη τους, μείνουμε σε μια κατάσταση που μας μαραίνει μέρα με τη μέρα, μόνο και μόνο για να μη λυπήσουμε τα ίδια.

Όταν, λοιπόν, επιλέξουμε να μείνουμε στον βαλτωμένο «κήπο», απ’ τη στιγμή που δεν είμαστε ευχαριστημένοι με την παραμονή μας εκεί, μόνο για να μη δυσαρεστήσουμε τα παιδιά μας, τότε, αναπόφευκτα, εκείνα θα ‘ναι τα πρώτα που θα μας κατηγορήσουν για την αξιολύπητη εικόνα που θα παρουσιάζουμε ύστερα από μερικά χρόνια. Δε θα μας λυπηθούν επειδή θυσιαστήκαμε, προκειμένου να μην τα ξεβολέψουμε, μα αντιθέτως θα μας μεμφθούν που γίναμε ο αξιολύπητος γονέας, που δε θα ‘θελαν να ‘χουν ως πρότυπο και που –το χειρότερο– καταλογίζουμε την άθλια κατάστασή μας σ’ αυτά, καθώς «για χατίρι τους» δεν κάναμε αυτό που έπρεπε.

Αν, όμως, αποφασίσουμε να δώσουμε μια κλοτσιά στον ασφαλή μα σαπισμένο κήπο ενός γάμου που δε μας κάνει (πια) ευτυχισμένους κι αποχαιρετήσουμε την αλλοτινή ζωή που μας μαράζωνε, τότε, παρόλο που τα παιδιά μας αρχικά και θα στριμωχτούν και θα πιεστούν, δε θα μπορούν αργότερα παρά να μας καμαρώνουν για τη γενναιότητά μας, να πάρουμε μια τόσο σοβαρή απόφαση και να μας γλυτώσουμε όλους απ’ τον μαρασμό, που αργά ή γρήγορα θα ερχόταν. Έτσι, λοιπόν, όσο κι αν μπορεί να τα δυσαρεστήσει κάποτε η συνύπαρξη με έναν νέο σύντροφο, αργότερα θ’ αντιληφθούν πως με το ξεβόλεμά τους αυτό αποφεύχθηκαν χειρότερες καταστάσεις.

Δε χρειάζεται να νιώθουμε ενοχές, όταν αποφασίζουμε να συνεχίσουμε τη ζωή μας και να αναζητήσουμε ξανά τη συντροφικότητα, παρότι έχουμε παιδιά από μια άτυχη σχέση ή έναν γάμο που δεν ευδοκίμησε, έστω κι αν, τον πρώτο καιρό, με κάθε ευκαιρία μας κοπανούν πόσο τα ξεβολέψαμε και πόσο πιέζονται για εμάς. Χρειάζονται χρόνο, αλλά θα καταλάβουν κι ίσως και να μας θαυμάσουν, όσο θα μας βλέπουν να ανθίζουμε και πλάι μας θα ανθίζουν κι αυτά.

Κατά βάθος, με την ενέργειά μας αυτή, τους δώσαμε ένα σημαντικό μάθημα κι ένα άξιο παράδειγμα για να μη συμβιβάζονται στη ζωή τους με τίποτα λιγότερο απ’ την ευτυχία τους και να μην επιτρέπουν στις συγκυρίες να τα καταπίνουν, ακόμα κι αν κάποτε νιώσουν εγκλωβισμένα.

Έτσι, λοιπόν, το τριαντάφυλλο έκανε το πιο μεγάλο λάθος της ζωής του, που ενώ ήξερε πως αν έμενε στον κήπο θα μαραινόταν κι αυτό κι όλα τα υπόλοιπα τριαντάφυλλα, ωστόσο, για να μην τα ξεβολέψει, παρέμεινε εκεί και κατέληξε και χωρίς πέταλα και χωρίς εκτίμηση απ’ τα μικρά τριαντάφυλλα, που για χάρη τους δεν είχε φύγει.

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη