Γκύζη, τρίτος όροφος, νύχτα στο μπαλκόνι. Τα φώτα απέναντι στο φόντο του ορίζοντα εκατοντάδες. Όσα και οι αντίστοιχες ζωές. Βγάλε τους ηλικιωμένους, βγάλε και τα παιδιά. Κράτησε μόνο τους εραστές, τους συντρόφους ωρών ή και χρόνων. Γιατί αυτοί οι δύο μαζί; Γιατί αυτή με  ‘κείνον κι όχι με κάποιον άλλον; Γιατί αυτός μαζί της;

Ένα κλικ. Η σπίθα από το άναμμα ενός σπίρτου. Το στιγμιαίο φως από το φλας της λήψης μιας φωτογραφίας. Μια ανάσα, μια εκπνοή. Τόσο ακριβώς κρατάει, τόσο χρόνο παίρνει για να συμβεί. Λίγα δευτερόλεπτα αρκούν έτσι ώστε να «μυρίσει» το συγκεκριμένο αρσενικό το συγκεκριμένο θηλυκό (και αντίστροφα) και να αποφασιστεί το όποιο παιχνίδι διεκδίκησης. 

Και στην άλλη πλευρά του ορίζοντα, κάποια άλλα φωτάκια στον ουρανό, απ’ το ίδιο πάντα μπαλκόνι, κρύβουν άλλες ζωές. Ζωές με κάπου παραχωμένο, κάτω από μια στοίβα ίσως πρωτεύοντα άλλα ζητήματα, ένα παράπονο. Αν μπορούσες να το ακούσεις, θα άκουγες μόνο μια ερώτηση. «Γιατί όχι εμένα;» Ή κάτι πιο βαρύ. «Γιατί δεν μ’ αγαπάς;»

Μπορείς να ακούσεις διάφορα από τα στόματα όλων εκείνων που αρνήθηκαν το σμίξιμο με κάποιους ανθρώπους. Μπορείς να ακούσεις γελοίες δικαιολογίες τύπου «με ξενερώνει ο τρόπος σκέψης σου» ή άλλες, πιο τυποποιημένες, όπως το θρυλικό «δεν είμαι σε θέση να κάνω σχέση». Τις περισσότερες φορές κάθε μία από τις παραπάνω δικαιολογίες δείχνουν την ατολμία του ενός να είναι απόλυτα ειλικρινής με τον άλλον.

Και πίσω από κάθε δικαιολογία και ατολμία μπορείς να δεις τα κριτήρια του καθενός για την επιλογή συντρόφου. Αν φυσικά έχεις και ιδιαίτερες μαντικές ικανότητες. Όποιο κι αν είναι, όμως, το κριτήριο του άλλου, είτε μπορέσεις να το διακρίνεις είτε όχι, το αποτέλεσμα δεν παύει να είναι το ίδιο. Η άρνηση του ενός κι ένας τοίχος μπροστά στον άλλον. Κι όσες φορές κι αν περιεργαστείς αυτόν τον τοίχο, ό,τι εργαλείο κι αν πάρεις στα χέρια σου, αυτός μόνο ψηλότερος και πιο παχύς μπορεί να σου φανεί.

«Γιατί δε μ’ αγαπάς;»  Τέσσερις λέξεις, μία ερώτηση. Τρεις κανονικές λέξεις και μια κουτσουρεμένη με απόστροφο. Μα έλα που σ’ αυτή την κουτσουρεμένη λέξη βρίσκεται όλη η δύναμη αυτής της ερώτησης! Γιατί δεν αγαπάς εμένα; Ερώτηση πεντάχρονου, θυμωμένου τις μισές φορές και τρυφερού με παράπονο τις άλλες μισές. Το συναίσθημα ή ο πόθος, όμως, δεν είναι γρήγορο φαγητό για να το παραγγείλεις. Πόσο μάλλον να εξηγήσεις την ύπαρξη ή την απουσία του.

Στον κόσμο αυτόν που η επιθυμία ορισμένους τους μετατρέπει σε πεντάχρονους με ατελείωτα και γεμάτα παράπονο «γιατί;», πώς να εξηγήσεις αυτό το συγκεκριμένο; Κάθε στενή, ερωτική σχέση υποστηρίζεται ότι πατά πάνω σε τρία πόδια. Αγάπη, εμπιστοσύνη, έλξη. Κι αν το κομμάτι της αγάπης και της εμπιστοσύνης μπορείς, κατά κάποιον τρόπο, να το διαχειριστείς, ως απορία, εφόσον υπάρχει το νοιάξιμο και η τριβή της τακτικής επικοινωνίας, τότε απομένει η έλξη και το βασικό ερώτημα μετατρέπεται στο περιβόητο «γιατί δε με θες;». Πάλι εκείνο το «με» να στέκει εμπόδιο ανάμεσα σε δυο ζωές.

Μία είναι η απάντηση. Απλή και περιεκτική, σ΄ένα επίσης δυναμικό μα και οδυνηρό ντουετάκι λέξεων. Γιατί έτσι! Λιτά και κοφτά. Ας είσαι ή ας γίνεσαι πέντε χρονών! Ας χτυπιέσαι από απορία ή απογοήτευση! «Γιατί έτσι!» Είναι η μοναδική απάντηση σ’ έναν κόσμο που βρίθει από λογική και ρεαλισμό που δεν χρειάζεται περαιτέρω επεξήγηση. Τι ρέστα να ζητήσεις και τι να διεκδικήσεις μετά;Κι αυτό το «γιατί έτσι» δεν είναι τίποτα άλλο από την έλξη.

Η έλξη είναι η δύναμη κάθε ερωτικής σχέσης. Έλξη είναι η στιγμιαία λάμψη ενός κεραυνού ή μιας ηλεκτρικής σπίθας. Αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα που σιωπηρά δύο μέρη συγκατατίθενται στο να γίνουν ένα. Για λίγο ή για πολύ, δεν έχει σημασία. Η ένωση όμως είναι δεδομένη. Η έλξη είναι εκείνη που ορίζει, κατευθύνει και εξουσιάζει όσους αποφασίζουν να εμπλακούν στο ερωτικό παιχνίδι. Δεν είναι οι τακτικές και οι χαρακτήρες, τα κριτήρια και η νοοτροπία.

Οι τακτικές και οι μέθοδοι είναι για τους αργόσχολους της ζωής. Οι παθιασμένοι άνθρωποι λειτουργούν ενστικτωδώς. Όσο γίνεται με σεβασμό στον απέναντι, μα ενστικτωδώς. Διεκδικητικά. Ρισκάροντας. Κι ας εκτίθενται. Κι ας χάνουν. Πώς να εξηγήσεις σ’ έναν άνθρωπο παρορμητικό, ορμητικό, ότι πρέπει να (το) παίξει κάπως για να κερδίσει έναν άνθρωπο; Είναι σαν να προσπαθείς να μάθεις σε έναν άνθρωπο απλό τα διαφορετικά κουταλάκια των διαφόρων πιάτων σ’ ένα επίσημο δείπνο. Ποιος ο λόγος χρήσης τους;

Η έλξη είναι εκείνο που θα καθορίσει τα πάντα σε μια γνωριμία. Το ρημάδι εκείνο το κουμπί  που αν δεν πατήθηκε εξαρχής και από τις δύο πλευρές σίγουρα θα μετέτρεπε οποιαδήποτε ερωτική διεκδίκηση σε ματαιότητες. Σε χάσιμο χρόνου. Θέλει χρόνο κάθε φορά για να την επικαλεστεί κάποιος ως απάντηση σε όλα τα γιατί και να εξηγήσει έτσι μια απόρριψη. Χρόνο μέσα στον οποίο προσπαθεί, διεκδικεί, ελπίζει.

Χρειάζεται χρόνο κάποιος έτσι ώστε να χωνέψει πως το κομμάτι αυτό της ζωής είναι το μόνο στο οποίο δε νικά ο πιο διεκδικητικός. Χρόνο μέσα στον οποίο μπορεί και να παραξενέψει τον απέναντι που τον απορρίπτει. Για κάποιους ψυχρούς ανθρώπους ίσως να είναι και ο βλάκας της υπόθεσης ή «ο μαλάκας που επιμένει». Ένα είναι το σίγουρο. Μόλις ο «μαλάκας που επιμένει» συνειδητοποιήσει τη δύναμη του νόμου της έλξης, χρειάζονται λίγα μόνο δευτερόλεπτα έτσι ώστε να απεμπλακεί και να ανακτήσει «αξιοπρέπεια». Λίγα δευτερόλεπτα. Όσα ακριβώς χρειάστηκαν και για να ενδώσει.

Συντάκτης: Ελευθερία Παπασάββα