Ζούμε σε μια αντιερωτική εποχή.  Είναι γεγονός. Μελαγχολία διάσπαρτη παντού. Βασικά έλλειψη ελπίδας. Έλλειψη ρευστού που μπορεί να μετατρέψει κάποιες υλικές προσδοκίες σε πραγματικότητα. Απογοήτευση που πηγάζει από την αδυναμία του «ονειρεύεσθαι» εφόσον κάποια όνειρα απαιτούν συνθήκες για να πραγματοποιηθούν. Μεθόδευση και πλάνα που δεν μπορούν να τηρηθούν σε μια διαλυμένη χώρα.

Σε μια κοινωνία που από άποψη ερωτικότητας υπάρχει άφθονη δοτικότητα, οι άνθρωποι είναι περισσότερο μόνοι από ποτέ. Διαβάζουν για τον έρωτα, τον βλέπουν σε σειρές και κινηματογραφικές υπερπαραγωγές, τον διαβάζουν σε αρχαίους κλασικούς, αναγνωρίζουν τη δύναμή του, μα μένουν κλεισμένοι σε δωμάτια και στην καλύτερη των περιπτώσεων τον διαπραγματεύονται σε τσατ. Με άλλους ανθρώπους παγιδευμένους στην ίδια κατάσταση.

Το διάβασα σ’ ένα πρότζεκτ του Β1 ενός γενικού λυκείου του Κορδελιού σχετικά με τον έρωτα «Είναι ασφαλώς μεγάλη η αντίφαση: σε μια εποχής ερωτικής υπερπροσφοράς ο έρωτας να είναι ο μέγας απών ή να γίνεται μια ευτελής συναλλαγή με συγκεκριμένο αντίτιμο, ένα αναλώσιμο προϊόν. Τα σώματα σαν νευρόσπαστα να επιδίδονται σε αυτοματοποιημένες κινήσεις, ανίκανα να δώσουν και να πάρουν, να αφεθούν και να πονέσουν, να εκτεθούν και να λυτρωθούν.» Τι δεν καταλαβαίνουμε από όλο αυτό; Πόσο πιο αληθινά να «φωτογραφηθεί» αυτό που μας συμβαίνει;

Οι άνθρωποι γνωρίζονται και το δυναμικό τους φτάνει μέχρι την αναγνώριση της μοναξιάς τους και την παραδοχή ότι αυτή θα συνεχίσει να υπάρχει. Γνωρίζονται απλά για να αναγνωρίσουν  και να παραδεχτούν τη μοναξιά τους. Και ύστερα να ξαναχαθούν. Και μέχρι εκεί φτάνει η τόλμη τους.  Ο αντιερωτισμός τους πηγάζει από την απομόνωση που έφερε η μελαγχολία της νέας κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας. Είναι η κρίση που φταίει; Είναι η ανεργία και τα πτυχία που μένουν στα ράφια; Είναι τα χρέη που δημιουργήθηκαν και οι νέοι φόροι;

Τα παρατηρείς παντού. Βλέμματα που κοιτούν χαμηλά, μυαλά που κάνουν συνεχώς υπολογισμούς. Νέοι φόροι, αύξηση του ΦΠΑ, νόμοι για υπερχρεωμένα νοικοκυριά, απλήρωτες δόσεις δανείων, συσσωρευμένα κοινόχρηστα κι απλήρωτα ενοίκια. Τρομοκρατία, οικονομική μα και ζωσμένη με εκρηκτικά. Πού καιρός για έρωτες; Πού και πώς σκέψη για σεξ;

Κι όμως! Είναι αυτά τα ίδια, τα μη διαθέσιμα βλέμματα, αυτά μέσα στα οποία κάποιοι θα αναγνωρίσουν πραγματικά ερωτεύσιμους ανθρώπους. Και είναι τα ίδια αυτά μοναχικά βλέμματα καμβάδες πάνω στους οποίους θα μπορούσαν να ζωγραφιστούν οι ωραιότερες ερωτικές ιστορίες. Πώς λοιπόν να χαρακτηρίσεις αντιερωτικό έναν άνθρωπο που επιλέγει να απομονωθεί αντί να ερωτευτεί στην Ελλάδα του 2016;

Ό,τι κι αν είναι, ό,τι κι αν φταίει που κάποιοι άνθρωποι δεν λειτουργούν ερωτικά, ό,τι δικαιολογία κι αν χρησιμοποιείται, δεν παύει να υφίσταται θέμα ανθρώπινης αδυναμίας κι αυτό πρέπει να είναι απόλυτα κατανοητό κι επίσης άκρως σεβαστό.  Εάν ένας άνθρωπος δεν μπορεί να διαχειριστεί πρόσκαιρα με περισσή δύναμη το γενικότερο κοινωνικό και οικονομικό χαμό που υπάρχει δίπλα του και διαλέγει να απομονωθεί αντί να ερωτευτεί και να μοιραστεί το εσωτερικό του χάος, αυτό είναι δικό του θέμα. Δεν τον κάνει ντεκαυλέ σαν άνθρωπο, τον κάνει απλά άνθρωπο. Αδύναμο ίσως, ευαίσθητο, μοναχικό, μα άνθρωπο.

Κι αν πρέπει να βρεις μια εξαίρεση που θα επιβεβαιώσει τον παραπάνω κανόνα, αυτή είναι η εξής. Δεν υπάρχει τίποτα αντιερωτικό σε έναν άνθρωπο που πνιγμένος από προβλήματα και χρέη παραμέλησε τη σεξουαλική του ταυτότητα. Οι μόνοι αντιερωτικοί άνθρωποι που υπάρχουν σήμερα είναι οι δειλοί. Που υπήρχαν προ κρίσης και θα υπάρχουν και μετά. Οι συναισθηματικά τσιγκούνηδες, οι «εκ του καναπέως» εραστές. Οι ανένδοτοι του έρωτα που μασούν την καραμέλα ενός παράλογου (δήθεν) φόβου να δοθούν, μήπως πληγωθούν. Αυτοί οι μίζεροι «τρομοκράτες» του ίδιου τους του εαυτού, που παραμιλούν για τα πάντα τα του δοσίματος καταλήγοντας σε ένα «ποιος ο λόγος;».

Αυτοί, οι «εκ πεποιθήσεως μόνοι» είναι που αποπροσανατολίζουν με το πέρασμά τους τους αληθινά δοτικούς ανθρώπους. Αυτοί μάλιστα! Αντιερωτικοί από κούνια. Απλά για να κάνουν περισσότερο γοητευτικούς, μετά τη σύγκριση, εκείνους τους άλλους. Που πρόσκαιρα ξέχασαν ή ξεχάστηκαν, μα είναι πάντα έτοιμοι να αφεθούν λίγο παρακάτω. Κι ας είναι δίπλα βουνό ο σωρός από απλήρωτους λογαριασμούς. Ε και;

 

Συντάκτης: Ελευθερία Παπασάββα