Υπάρχουν «σχεδόν ζωές». Και μια «σχεδόν ζωή» δεν είναι τίποτα άλλο από την καθημερινή μυρωδιά των απωθημένων σου. Αν σ’ αρέσει, φυσικά, να ζεις στη μιζέρια σου. Απωθημένα αυτών που θέλησες κάποτε και δεν κατάφερες. Βαριά η αλυσίδα, φίλε μου. Τη σέρνεις σα σιδερένια μπάλα πηγαίνοντας από δωμάτιο σε δωμάτιο με αργό βήμα. Έχεις ξεχάσει για ποιο λόγο ήθελες κάτι ή κάποιον, έχει μείνει μόνο το βάρος στο στέρνο. Αυτό σημαίνει «σχεδόν ζωή». Να είσαι δέσμιος της ανάμνησης, όχι εκείνου που δεν απέκτησες.

Μια «σχεδόν ζωή» περιστοιχίζεται από όλα τα «σχεδόν» που δε ζήσαμε, δε νιώσαμε, δεν κατακτήσαμε. Κυρίως από ανθρώπους που κάποτε ποθήσαμε πολύ, αδιευκρίνιστο το γιατί, μα μας πλήγωσαν με μία απόρριψη. Πότε ευγενικά, πότε σκληρά. Είτε γιατί δεν είχαν να δώσουν, είτε γιατί δεν μπορούσαν.

Ο πόθος είναι παραμορφωτικό συναίσθημα. Και κυρίως ο πόθος μέσα σε μια σχέση. Περισσότερο κι από την ανάγκη. Όσο περισσότερο σφοδρός, τόσο ρημάζει τον αντικατοπτρισμό του απέναντι. Τόσο παραμορφώνει την εικόνα του άλλου. Αν το σκεφτείς ρεαλιστικά θα εκπλαγείς αφάνταστα. Υπάρχουν φορές που δεν είδαμε ποτέ ποιος είναι πραγματικά ο άλλος απέναντί μας, ακριβώς επειδή τον ποθήσαμε ελεεινά πολύ.

Ο χρόνος είναι μόνο αυτό που θα ηρεμήσει την αναπνοή μας απ’ όλα όσα κάποτε μας έκαναν να λαχανιάσουμε απογοητευμένοι. Που δεν καταφέραμε να τα κρατήσουμε ή απλά να τα αποκτήσουμε. Κι όταν εκείνος ο άνθρωπος από το παρελθόν ξαναβρεθεί τριγύρω μας, έχουμε ελπίδα να τον γνωρίσουμε, πραγματικά αυτή τη φορά. Και κάπως έτσι, δίπλα από όλα εκείνα τα αρνητικά «σχεδόν» που μαρτυρούν μειονεξία κι απωθημένο, έρχεται να προστεθεί μία «σχεδόν σχέση» που έχει να επιδείξει ποιότητα και αυθεντικότητα.

Υπάρχουν άνθρωποι που συναντήθηκαν σε περίεργες φάσεις της ζωής τους. Με προβλήματα και ιστορίες. Υπάρχουν, επίσης, άνθρωποι που δεν μπορούν να συνάψουν σχέσεις. Που δεν μπορούν να δοθούν ολοκληρωτικά. Είτε κατ΄επιλογήν, είτε απλά επειδή δεν μπορούν να δείξουν ψυχολογική και συναισθηματική σταθερότητα. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν παραμένουν το ίδιο ελκυστικοί και γοητευτικοί μαζί.  Όταν περάσει καιρός και το μακελειό της απόρριψης είναι πια παρελθόν, ο ίδιος αυτός καιρός μπορεί να σου επιφυλάξει μεγάλες εκπλήξεις μαζί τους.

Μπορείς επιτέλους να συναναστραφείς τον άλλον, χωρίς να είσαι ερωτευμένος μαζί του. Πάντα κάτι μένει μέσα μας από κάποιον που κάποτε θελήσαμε πολύ. Και ποιος ο λόγος να χάσεις όλα τα γοητευτικά στοιχεία ενός ανθρώπου όταν δεν νιώθεις πλέον ερωτευμένος μαζί του; Δεν υπάρχει η πρεμούρα της διεκδίκησης, της επικράτησης στη «μάχη». Δεν υπάρχει ίχνος πίκρας που δεν είχε προκύψει σχέση στο παρελθόν, ποιος ο λόγος για να μην απολαμβάνεις που και που τη συντροφιά του σε κάποια, αν όχι σε όλα τα επίπεδα;

«Σχεδόν σχέση» σημαίνει σε συναναστρέφομαι, χωρίς να εξαρτώμαι από σένα. Χωρίς να περιμένω να μου καλύψεις κενά, χωρίς να περιμένω να με «σώσεις». Απολαμβάνω χωρίς παραμορφωτικά φίλτρα ποιος πραγματικά είσαι, γιατί αυτό που είμαι, όταν είμαι μαζί σου, δεν απαιτεί πράγματα από σένα. Απολαμβάνω ένα κρασί, τη μουσική, ακόμη και το φιλί μαζί σου, μ’ ένα μυαλό πεντακάθαρο από όλα όσα κάποτε θέλησα.

«Σχεδόν σχέση» σημαίνει είμαι μαζί σου αλλά δε σ’ έχω ανάγκη πια. Είμαι κοντά σου αλλά όχι μαζί σου. Δεν έχουμε κρίκους να μας συνδέουν, δεν έχουμε τίποτα επίσημο μεταξύ μας. Δεν έχουμε μεγάλα και παθιασμένα συναισθήματα, δεν λέμε βαρύγδουπα λόγια. Δε νιώθουμε πράγματα  που βαραίνουν τους ώμους μας, περπατάμε παράλληλα χωρίς να κουραζόμαστε από τις προσδοκίες μας. Περπατάμε ελεύθεροι, δεσμευμένοι μόνο στην κοινή μας αύρα όταν τύχει και βρεθούμε στο ίδιο δωμάτιο.

Υπάρχουν σχέσεις που κάθε άλλο από αγάπη και συντροφικότητα θυμίζουν. Απεναντίας, βρωμάνε ανασφάλεια και ζήλια. Ο ένας διεκδικεί τον άλλον καθημερινά για να γεμίζει περισσευούμενο χώρο στη ζωή ή το κρεβάτι του. Και υπάρχουν κι εκείνες οι «σχεδόν σχέσεις» κατά τις οποίες τα μέλη της, απαλλαγμένα από κτητικές ερωτικές προσδοκίες του παρελθόντος, απολαμβάνουν πλέον την παρέα ο ένας του άλλου. Ξαναγνωρίζονται από την αρχή. Επικοινωνούν ουσιαστικά. Μοιράζονται πράγματα. Με σεξ ή χωρίς. Έχουν μια μυρωδιά εφήμερου, μα είναι αυθεντικές. Και πολλοί θα τις ζήλευαν.

Συντάκτης: Ελευθερία Παπασάββα