Αγαπημένε μου,

Όλα βαίνουν καλύτερα από τότε που είπαμε την τελευταία μας λέξη. Ή, τουλάχιστον, έτσι θέλω να πιστεύω. Έχω ανάμικτα συναισθήματα, δεν το αρνούμαι. Μα νιώθω ότι έχω προχωρήσει. Κι αυτό δείχνει πολλά. Αναπνέω, μωρό μου, αναπνέω καλύτερα.

Μου λείπει η φωνή σου. Ήταν συχνότερη από την εικόνα. Και πάντα μου άφηνε χώρο στη φαντασία. Τι να νιώθεις; Πόσα δε λες; Τι απ’ αυτά που λες είναι αλήθεια; Τι ψάχνεις με τα ψέματά σου; Γιατί δεν είπες ποτέ απευθείας αυτό που θες, να το διαπραγματευτούμε αλλιώς; Αυτό ήταν η φωνή σου, ένα κάλεσμα για παιχνίδια μυαλού. Ένας χρωματισμός στο ακουστικό μου πεδίο, ένας πειρασμός απ’ τον οποίο έπρεπε να κρατηθώ.

Φτιάχνω μια λίστα στο μυαλό μου απ’ όλα όσα είσαι σήμερα. Είσαι ένα από κείνα τα αδιάφορα «αχ» που μου βγαίνουν καμιά φορά στο συνειδητό. Εκείνο το καράβι μεσοπέλαγα στους πίνακες των κλασικών, εκείνο που κανένας τους δεν πρόλαβε. Η θέα από το σκονισμένο τζάμι που βλέπω στο θεόρατο κτίριο απέναντι από το σπίτι μου. Η θέα που δεν είδα από εκεί πάνω.

Είσαι όλοι οι κιτρινισμένοι ταξιδιωτικοί οδηγοί που βρίσκω στα παλαιοπωλεία, όλες οι ματαιωμένες πτήσεις, όλες οι άδειες θέσεις των λεωφορείων, όλες οι αχρησιμοποίητες βαλίτσες, όλα τα δέντρα έξω από τα παράθυρα των τρένων που δεν πήρα για να έρθω να σε δω. Κι όλα τα μίλια κι όλοι οι γλάροι μαζί. Είσαι όλα τα παραπάνω και συνάμα, τι παράδοξο, είσαι δέκα λεπτά με το ταξί απόσταση. Πόσο σε θέλω!

Είσαι όλα τα ποιήματα αποχαιρετισμού κι όλα τα νευριασμένα γκράφιτι που βλέπω στους δρόμους. Όλες οι ερωτικές επιστολές που γράφτηκαν και δε στάλθηκαν ποτέ. Είσαι; Μήπως έτσι θέλω εγώ να σε βλέπω μερικές φορές; Μήπως, τελικά, όλες οι παραπάνω περιγραφές δεν είσαι εσύ αλλά όλες οι εκλεπτυσμένες μου προσπάθειες να σε δικαιολογήσω που δεν έμεινες; Όλες οι κυριλέ, μποέμικες εκφάνσεις εκείνων που δε θέλω να δω;

Αν φύγω από τη θέση στην οποία είμαι τώρα, αν κάτσω στην απέναντι καρέκλα του τραπεζιού, αν μετρήσω αλλιώς τις παρελθοντικές σου διαθέσεις κι όλα τα πεπραγμένα σου, τα μηνύματα στα οποία δεν απάντησες, τις κλήσεις τις οποίες δεν έκανες, τις εξηγήσεις τις οποίες δεν έδωσες, θα δω μονομιάς το λυρισμό μου να γίνεται καπνός. Παρέα με την όποια ποιητική διάθεση. Αστείο δεν είναι; Σε θέλω απίστευτα, μα άντε και γαμήσου!

Δε μου λείπεις. Είμαι πιο ήρεμη από ποτέ, θυμό δε σου ‘χω πλέον, κακία δε σου κρατώ.

Σε θέλω ακόμη πιο πολύ, μα δε μου λείπεις. Μ’ εκείνο το ένστικτο των παλαίμαχων ερωτευμένων σε νιώθω δυστυχή. Σε νιώθω πιο μόνο από ποτέ, χαμένο στις αναζητήσεις σου. Κάθε καινούριο τσουλάκι κι ένας ακόμη πόντος. Ένα ακόμη κομμάτι του παζλ που φτιάχνεις κι απεικονίζει το κενό σου. Ούτε να με χαιρετίσεις αξιοπρεπώς δεν μπόρεσες. Σε θέλω, ηλίθιε, μα άντε και γαμήσου!

Ξέρω ότι θα ξαναέρθεις. Γιατί να σπάσεις τώρα την παράδοση; Με τρελαίνει των καιρών το απρόβλεπτο. Δεν ξέρει κανείς σε ποια πλευρά του τραπεζιού θα με ξαναβρείς, ούτε φυσικά κι εσύ. Γι’ αυτό θα ξαναέρθεις. Παλιός, καλός τζογαδόρος, ποντάρεις πάντα στο «σε θέλω» κι όχι στο «γαμήσου». Κι εγώ σε περιμένω. Με το χαμόγελο εκείνο που όλοι κοιτάμε το παρελθόν. Εκείνο που ερωτευτήκαμε, εκείνο που μας λείπει, εκείνο που μας απογοήτευσε. Αυτό είσαι, αυτό είναι όλοι όσοι αγαπήσαμε πολύ κι όμως έφυγαν. Το παρελθόν το ίδιο. Έλα, μωρό μου, παρελθόν μου, σε περιμένω. Για να στο πω από κοντά. Σε θέλω, μα άντε και γαμήσου!

Συντάκτης: Ελευθερία Παπασάββα