Η Άννα Φρανκ συνελήφθη μαζί με τους γονείς της τον Αύγουστο του ’44. Το ταξίδι προς τα στρατόπεδα συγκέντρωσης διαρκούσε ημέρες. Άνθρωποι κλεισμένοι σε βαγόνια χωρίς νερό και τροφή αναγκάζονταν να τραφούν από τα ίδια τους τα ούρα και τα κόπρανα. Όταν έφτασαν γινόταν καταγραφή, όπου άλλοι θα κατέληγαν στους θαλάμους αερίων και άλλοι στα καταναγκαστικά έργα. Η Άννα Φρανκ μαζί με την αδελφή της προσπάθησαν να επιβιώσουν μέσα σε ένα στρατόπεδο που ήταν δύσκολο να ξεχωρίσεις ζωντανούς και νεκρούς. Ένα συνονθύλευμα από σάρκες. Όλοι σχεδόν άρρωστοι από τύφο και σκελετωμένοι από την ασιτία εξέπνευσαν, όπως τελικά και η Άννα Φρανκ με την αδελφή της. Οι δύο φίλες της που κατάφεραν να επιζήσουν από το ολοκαύτωμα και βρέθηκαν και οι ίδιες σε διπλανό στρατόπεδο και περιέγραψαν τις τελευταίες μέρες της είχαν πολύ λίγα στοιχεία, αρκετά όμως για να καταλάβουμε όλοι τι είχε συμβεί. Προσπάθησαν να της περάσουν από το συρματόπλεγμα λίγα δαμάσκηνα και ζάχαρη όμως αυτό δε φάνηκε αρκετό.

Προσπάθησα να σας περιγράψω με λίγες προτάσεις αυτά που είδα σε χτεσινό ντοκιμαντέρ για τις τελευταίες μέρες της Άννας Φρανκ. Φυσικά καμία λέξη και κανένα κείμενο δεν μπορεί να αποτυπώσει τη φρίκη που έζησε η Άννα και όλοι αυτοί οι άνθρωποι. Πριν από ένα χρόνο διαβάζοντας το Ημερολόγιο της Άννας Φρανκ, στην αρχή μπορώ να πω ότι σχεδόν βαρέθηκα με την απλοϊκότητα των εκφράσεων και την ωραιοποίηση μιας κατάστασης που η Άννα μέσα από την παιδική της αφέλεια προσπαθούσε να μεταφέρει στο χαρτί. Δεν μπορούσα να καταλάβω μέσα από τα λόγια της ότι βρισκόταν σε εποχή πολέμου. Δεν μπορούσα να καταλάβω ότι κρυβόταν, ότι πεινούσε, ότι η ζωή αυτής και της οικογένειάς της μπορούσε να αλλάξει μέσα σε μια ημέρα. Παρουσίαζε τα γεγονότα τόσο φυσιολογικά και τόσο αγνά που σε έκαναν να αμφιβάλλεις αν όντως ζούσε φυλακισμένη και κρυμμένη σε ένα σπίτι.

Το ημερολόγιό της ήταν ένα χαρτί που είχε γεμίσει ζωή έστω και υπό συνθήκες εγκλεισμού. Τα πρόσωπα όσο συνέχιζες την ανάγνωση φαίνονταν όλο και πιο οικεία. Δεν είχα καταλάβει μέχρι και λίγο πριν το τέλος τι τραγικό μπορούσε να συμβεί σε αυτή και την οικογένειά της. Κι όμως με ένα μαγικό τρόπο, ένα μικρό κορίτσι κατάφερε να με βάλει μέσα στο βιβλίο, να γίνω μέλος της οικογένειας, να ζήσω μαζί τους έστω και για δύο ώρες που κράτησε όλο αυτό. Μου έφτανε.

Οι δύο τελευταίες σελίδες, που δεν ήταν από το ημερολόγιό της με συγκλόνισαν. Ένιωσα σαν να έχασα κάποιον δικό μου. Πως από την μία μέρα στην άλλη ένα κορίτσι με όνειρα, με δίψα για ζωή, ένα κορίτσι που ερωτεύτηκε για πρώτη φορά και πήρε το πρώτο της φιλί σε ένα δωμάτιο κρυμμένη, χάθηκε σε μια σελίδα. Και τις σελίδες αυτές τις θυμήθηκα πάλι χτες με αφορμή το ντοκιμαντέρ που είδα. Γέμισα λύπη, θυμό, απογοήτευση και απελπισία. Πώς είναι δυνατόν να συνέβη κάτι τέτοιο τον 20ο αιώνα;

Μα θύμωσα πολύ περισσότερο σήμερα όταν διάβασα ότι το 1/3 του Ευρωπαϊκού πληθυσμού αγνοεί τι συνέβη στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Με θυμώνει που ένα ποσοστό θεωρεί ότι για όλο αυτό έφταιγαν οι ίδιοι άνθρωποι που υπέμειναν όλα αυτά. Με ενοχλεί που στο σχολείο δε μάθαμε τίποτα για όλο αυτό και που δεν ξέρω αν ακόμα συμβαίνει το ίδιο. Με θυμώνει που στην ίδια τη χώρα μου υπάρχουν άνθρωποι που υποστηρίζουν ότι όλο αυτό δεν υπήρξε και άλλοι που επιδοκιμάζουν αυτές τις πράξεις. Αυτό που με εξοργίζει όμως είναι ότι μερίδα ανθρώπων προσπερνά αδιάφορα αυτά τα γεγονότα, ταυτίζεται με συγγενείς απόψεις, θεωρεί ότι ο ξένος, ο μετανάστης και ο διαφορετικός του φταίει για την εξαθλίωσή του. Όχι, η Ελλάδα δεν αξίζει κάτι τέτοιο. Όχι, η Ελλάδα δεν ξεκίνησε πριν από 2500 χρόνια να βάλει τις βάσεις για την εξέλιξη του πολιτισμού για να καταλήξει να στηρίζει το μίσος.

Πρέπει να καταλάβουμε όλοι μας όσο δύσκολα κι αν περνάμε ότι δε μας φταίει ο αδύναμος και ο κυνηγημένος. Πρέπει να καταλάβουμε ότι και εμείς ανά τους αιώνες ήμασταν και είμαστε ένα έθνος μεταναστών και προσφύγων. Δεν πρέπει να γίνουμε ίδιοι με αυτούς. Πρέπει να διατηρήσουμε την ανθρωπιά μας και την αλληλεγγύη μας. Να απλώσουμε το χέρι. Δεν απειλούμαστε από κανέναν, μόνο από την άσχημη πλευρά του εαυτού μας. Ποτέ η ανθρωπότητα δεν πρέπει να ξαναζήσει τέτοιο εφιάλτη. Όχι. Ποτέ πια.

 

Συντάκτης: Παναγιώτης Λαμπρίδης
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.