Παρίσι, Μάρτιος του 1944 και η πόλη βρίσκεται βυθισμένη στη γερμανική κατοχή. Ο Αλμπέρ Καμύ είναι ήδη τριάντα ετών και θεωρείται μορφή της σύγχρονης διανόησης. Φιλόσοφος, μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας και εκπρόσωπος του παραλογισμού. Εκείνη την εποχή σκηνοθετεί ένα σουρεαλιστικό έργο του Πάμπλο Πικάσο στο οποίο πρωταγωνιστούν ο Ζαν-Πολ Σάρτρ και η Σιμόν ντε Μποβουάρ. Η παράσταση είναι έτοιμη να ξεκινήσει στο μεγάλο σαλόνι ενός διαμερίσματος στην καρδιά του Παρισιού. Ο Αλμπέρ γοητευτικός, εσωστρεφής και με μια μελαγχολία μόνιμα αγκιστρωμένη στη ματιά του.

Η Μαρία Καζαρές είναι μια ιδιαίτερα όμορφη ηθοποιός, με έντονη προσωπικότητα και ισπανική καταγωγή. Βαθιά καλλιεργημένη έχει διεισδύσει στους κύκλους των διανοούμενων κι έχει ήδη αποκτήσει τη φήμη της ταλαντούχας τραγωδού. Ο Αλμπέρ νιώθει το χρόνο να σταματά, καθώς το βλέμμα του αγκυροβολεί πάνω σ’ εκείνο της εικοσάχρονης Μαρίας, η οποία βρίσκεται ανάμεσα στο κοινό και παρακολουθεί με λεπτομέρεια, κάθε αδιόρατη κίνησή του.

Τις επόμενες μέρες ο Αλμπέρ χάνεται μαζί της, περιπλανώμενος στα σοκάκια του Παρισιού και στα υποφωτισμένα μπαρ της πόλης. Την αγκαλιάζει σφικτά από τη μέση, ενώ οι φωνές και τα γέλια τους μπερδεύονται με τους ήχους της μουσικής της πόλης. 6 Ιουνίου της ίδιας χρονιάς και οι συμμαχικές δυνάμεις πραγματοποιούν απόβαση στη Νορμανδία. Μέσα στην καρδιά ενός παραλόγου πολέμου, ο έρωτας εξακολουθεί να γεννιέται και να στιγματίζει ανύποπτες ζωές. Ήταν η μέρα που ο Αλμπέρ Καμύ και η Μαρία Καζαρές, θα γίνονταν ζευγάρι πρωταγωνιστώντας σ΄ ένα ασαφές, θολό, πολεμικό σκηνικό.  Σ΄ ένα σκηνικό, που πίσω από τις βαριές κουρτίνες του, κάνει την εμφάνισή της η Φρανσίν Φορ, η σύζυγος του Καμύ, η οποία τον Οκτώβριο του ίδιου έτους αποβιβάζεται στο Παρίσι.

Το επόμενο έτος φέρνει στον κόσμο, τα δίδυμα παιδιά τους. Η Μαρία και ο Αλμπέρ, αναγκάζονται να χωρίσουν αλλά ποτέ δεν ξεπερνούν ο ένας τον άλλον πραγματικά. Αλλά το πεπρωμένο, αρνείται να μείνει αμέτοχο στην κίνηση των αόρατων νημάτων της ζωής των ανθρώπων. Μια τυχαία συνάντηση λαμβάνει χώρα σε μια πολύβουη λεωφόρο του Παρισιού. Είναι από εκείνες που νομίζεις, ότι η ειμαρμένη τις σκηνοθετεί έντεχνα για τους δυο κομπάρσους-έρμαιά της. Έτσι οι ανυποψίαστες, μα χειραγωγημένες μαριονέτες της μοίρας, κοντοστέκονται στη μέση του δρόμου και η αμήχανη σιωπή τους, δίνει τη θέση της σε μια μεγάλη, ασφυκτική, ζεστή αγκαλιά. Κι ήταν μια από εκείνες, που δε θα τελείωναν ποτέ, αρκεί το αναπόφευκτο πεπρωμένο να μην πρόσταζε διαφορετικά. Όπως πρόσταξε, σ΄ εκείνο το τραγικό ατύχημα του Αλμπέρ Καμύ, στις 4 Ιανουαρίου του 1960.

 

Ιούνιος 1944

«Το σταματώ όλο αυτό, εδώ. Παρατηρώ ότι αυτή η επιστολή είναι μια επιστολή θρήνου. Κι εσύ κι εγώ, έχουμε άλλα πράγματα να κάνουμε από το να θρηνούμε. Είναι καλύτερα να κρατάμε το στόμα μας σφραγισμένο, όταν αισθανόμαστε την καρδιά μας να στερεύει. Είσαι ο μόνος άνθρωπος για τον οποίο θέλω να γράψω σήμερα, όλα αυτά τα πολλά που έχω μέσα μου. Αλλά δεν είναι μόνο αυτός ο λόγος. Μέχρι σήμερα, αγάπησες ό,τι καλύτερο έχω κρυμμένο μέσα μου. Ίσως αυτό να μην είναι καν ακόμη αγάπη. Κι ίσως, να μ’ αγαπήσεις πραγματικά, μόνο όταν θα με αγαπήσεις με τις αδυναμίες και τα λάθη μου. Αλλά πότε και για πόσο; Είναι τόσο όμορφο και συνάμα τόσο σαγηνευτικό να πρέπει να αγαπάμε ο ένας τον άλλον, ζώντας συνέχεια μέσα στον κίνδυνο, στη διαρκή σου αναχώρηση, στη μέση ενός κόσμου τόσο αινιγματικού. Σ΄ έναν κόσμο, όπου η ζωή ενός ανθρώπου, ζυγίζει τόσο λίγο.

Δε θα ηρεμήσω ποτέ, όσο το πρόσωπό σου θα είναι μακριά μου. Αν δεν έρθεις, θα σε περιμένω με αγωνία στην αφυδατωμένη καρδιά μου. Αλλά τουλάχιστον μη με ξεχάσεις όταν φύγεις. Μην ξεχνάς όσα σου είπα εκτενώς στο σπίτι μου, μια μέρα πριν καταρρεύσουν όλα. Μη μ’ αφήνεις, δεν μπορώ να φανταστώ τίποτα χειρότερο από το να σε χάσω. Τι θα κάνω, χωρίς αυτό το πρόσωπο που με συγκλονίζει, αυτή τη φωνή κι αυτό το σώμα που το ποθώ όταν μ΄ αγγίζει;»

 

Ο Αλμπέρ μιλά για το θρήνο που αναδύεται μέσα από τα γράμματά τους. Ένα θρήνο για τις στιγμές που περνούν και χάνονται μέσα στον φαύλο χρόνο κι εκείνοι εξακολουθούν να μην τις γεύονται, αφού δεν είναι μαζί. Να παραμένουν μακριά ο ένας από τον άλλο, γιατί οι κοινωνικές συνθήκες το επιβάλλουν. Ένα θρήνο, για όλον εκείνο τον κίνδυνο, που μέσα του αναλώνονται και ξοδεύονται, ώστε τα κορμιά τους να συναντηθούν. Για όλα εκείνα που αναγκάζονται να στερηθούν, προκειμένου ο Αλμπέρ να διατηρήσει τις λεπτές ισορροπίες στην ήδη τρανταγμένη συθέμελα ζωή του.

Νιώθει ότι η Μαρία είναι ο μόνος άνθρωπος στον οποίο θέλει να γείρει και ν΄ ακουμπήσει τις πιο βαθιές του σκέψεις. Τις μιλά για τις αδυναμίες και τα λάθη του, για όλα εκείνα που επιμένουν να φαντάζουν ανυπέρβλητα εμπόδια στη ζωή του. Κι εξακολουθεί οδυνηρά να τη θέλει δίπλα του. Να νιώθει ότι παίρνει δύναμη μέσα από το σπινθηροβόλο βλέμμα της, να ξέρει ότι σκύβει αδιάλειπτα πάνω από τους λογισμούς του και τους αφουγκράζεται. Τρέμει, μήπως ξεχάσει. Τρέμει, μήπως αφεθεί μόνο με τις σκέψεις του. Γιατί τελικά αυτό που φοβάται περισσότερο απ’ όλα ο Αλμπέρ, είναι οι ίδιες του οι σκέψεις και πώς θ’ αντέξει να μην τις μοιράζεται μαζί της.

 

«Αγάπη μου, μόλις διάβασα την αφιέρωσή σου και υπάρχει κάτι μέσα μου που το νιώθω να τρέμει. Λέω στον εαυτό μου, ότι μερικές φορές γράφουμε όλα αυτά τα όμορφα πράγματα, σαν να παρασυρόμαστε από μια παρόρμηση και χωρίς να βρισκόμαστε εκεί πραγματικά ολόκληροι. Την ίδια στιγμή όμως νομίζω, ότι υπάρχουν λέξεις που δε θα τις έγραφες, αν δεν τις είχες νιώσει βαθιά.

Είμαι τόσο χαρούμενος, Μαρία. Είναι δυνατόν; Αυτό που σκιρτά μέσα μου, είναι ένα είδος τρελής χαράς. Αλλά ταυτόχρονα, υπάρχει η πικρία της αναχώρησής σου και αυτή η σκοτεινή θλίψη των ματιών σου, τη στιγμή που μ’ αφήνεις. Είναι αλήθεια, ότι το μόνο που μένει από εσένα, είναι αυτό το ανάμεικτο συναίσθημα της ευτυχίας και της αγωνίας μαζί. Αλλά αν μ’ αγαπάς όπως γράφεις, πρέπει να αγωνιστούμε για να κερδίσουμε αυτό το ιδιαίτερο που και οι δυο νιώθουμε. Αυτή είναι η στιγμή ν’ αγαπηθούμε και για να ξεπεράσουμε τα πάντα, θα πρέπει να το επιθυμούμε πολύ.»

Σε περιμένω αύριο, να δω το αγαπημένο σου πρόσωπο. Απόψε, ήμουν πολύ κουρασμένος για να σου ομολογήσω το πόσο, ραγίζεις την καρδιά μου. Υπάρχει κάτι μέσα μου, που πάντα θα σου ανήκει και νιώθω ότι εκεί θα μπορώ να σε συναντώ. Εκείνες τις ώρες που δε σου μιλώ κι ίσως έτσι, ν΄ αμφιβάλλεις για μένα. Αλλά δεν έχει καμία σημασία, γιατί η καρδιά μου είναι γεμάτη από σένα.

Αντίο, αγάπη μου. Σ’ ευχαριστώ γι’ αυτά τα λόγια σου, που μου έδωσαν τόση χαρά. Σ΄ ευχαριστώ για αυτή την ψυχή σου, που μ΄ αγαπά και την αγαπώ κι εγώ.

Σε φιλώ με όλη μου τη δύναμη».

 

 

 «Μικρή μου Μαρία,

Ήλπιζα ότι θα μπορούσα να σε συναντήσω αμέσως, τηλεφωνώντας στο σπίτι σου. Αλλά δεν έχω καν αυτό το χρόνο. Σου στέλνω αυτό το σημείωμα, ανάμεσα σε δύο ραντεβού μου. Δε σημαίνει τίποτα, φυσικά. Υποθέτω όμως ότι θα το βρεις απόψε και θα με σκεφτείς. Νιώθω απελπισμένος, σε χρειάζομαι!

Καληνύχτα, αγάπη μου. Κοιμήσου πολύ, σκέψου με έντονα. Θα σε φιλώ ως αύριο.»

 

 Η ανάγκη του Αλμπέρ για εκείνη, είναι έντονη. Της μιλά για όλες εκείνες τις παρορμήσεις, που τις αφήνει να τον παρασύρουν να ζήσει μαζί της, ό,τι βαθιά ονειρεύεται. Συνάμα του λείπει η παρουσία της και οι στιγμές που δεν είναι μαζί της, του φαντάζουν ανυπόφορες. Παρακολουθεί τη ζωή της από μακριά και μέσα του αναδεύεται έντονη η ζήλια και η ανασφάλεια. Προσπαθεί να στηρίξει με υποστυλώματα προσδοκιών τη σχέση μαζί της, που για εκείνον αποτελεί πηγή έμπνευσης, δύναμης, αισιοδοξίας και πάθους. Γιατί γνωρίζει πολύ καλά ότι χωρίς πάθος δεν μπορεί να ζήσει.

Νιώθει την ανάγκη να είναι συνέχεια δίπλα της, ν’ αναπνέει τις εκπνοές της από τον αέρα γύρω της, ν΄ αγγίζει τη φωτεινή αύρα που την περιβάλλει. Επικοινωνεί με ένα δικό του μοναδικό τρόπο, από εκείνους που κανείς δεν μπορεί απόλυτα να κατανοήσει. Αισθάνεται ότι η Μαρία είναι η μόνη γυναίκα που μπορεί να νιώσει κατάβαθά της, τις ανάγκες του για ισχυρούς, νοητικούς δεσμούς. Και μπορεί επιτέλους να επικοινωνήσει νοητικά, ψυχικά κι ερωτικά. Ολοκληρωτικά. Γιατί τελικά αυτό είναι το μεγαλείο του έρωτα. Να μπορέσεις να νιώσεις την απόλυτη ταύτιση. Να γίνεις ένα με τον άλλο.

 

Ιούλιος 1944

«Απόψε αναρωτιέμαι τι κάνεις, πού είσαι και τι σκέφτεσαι. Θα ήθελα να έχω τη βεβαιότητα της σκέψης σου και της αγάπης σου. Το έχω απόλυτη ανάγκη μερικές φορές. Αλλά για ποια αγάπη μπορούμε να είμαστε ποτέ σίγουροι; Μια κίνηση κι όλα μπορούν σε μια στιγμή να καταστραφούν. Και ποιος είμαι εγώ τελικά που θα απαιτήσει τόσο πολύ έναν άνθρωπο σαν και σένα; Είναι ίσως επειδή, ξέρω όλες τις αδυναμίες μου και πιστεύω ότι ακόμη και μια δυνατή καρδιά σαν τη δική μου, μπορεί να έχει τόση αγωνία για την απουσία σου, ώστε να γεμίσει έναν τέτοιο έρωτα με γκρίζες σκιές και αποσυρμένες αναμνήσεις.

Σε σκέφτομαι συνεχώς και σ’ αγαπώ με όλη μου την καρδιά. Έλα γρήγορα, μη με αφήνεις μόνο για πολύ με τις σκέψεις μου. Χρειάζομαι τη ζωντανή παρουσία σου και το σώμα σου, ώστε να βυθιστώ στη γαλήνη σου άλλη μια φορά. Με βλέπεις, τεντώνω τα χέρια μου προς το μέρος σου. Έλα μπροστά μου, όσο πιο γρήγορα γίνεται.

Σε φιλώ με όλη μου τη δύναμη.»

 

Ο Αλμπέρ νιώθει την ανάγκη της επιβεβαίωσής του, μέσα από τα λόγια και τις πράξεις της Μαρίας. Είναι μακριά του και δε γνωρίζει αν εκείνη εξακολουθεί να τον σκέφτεται, αν εξακολουθεί να τον θέλει στη ζωή της όπως απελπιστικά εκείνος. Μιλά για την αγάπη και για το πόσο εύθραυστη είναι η διατήρησή της στη ζωή τους. Πόσο εύκολα μπορεί να θρυμματιστεί και να δοκιμαστεί κάτω από τις δύσκολες συνθήκες που οι ίδιοι αναγκάζονται να τη ζήσουν. Γιατί για εκείνον, οι κοινωνικές νόρμες, είναι πιο ισχυρές και καθοριστικές τελικά. Κι ο Αλμπέρ δεν έχει βρει ακόμη τη δύναμη ν΄ αντιταχθεί σ΄ αυτές, εξακολουθώντας να ακροβατεί μάταια πάνω στις λεπτές, εύθραυστες ισορροπίες της ζωής του.

Η Μαρία Καζαρές παρέμεινε συνοδοιπόρος του Αλμπέρ, βιώνοντας μια έντονη ιστορία μαζί του κι ακολουθώντας τον, σε μια παράλληλη ευθεία γραμμή ως το τέλος της σύντομης, παθιασμένης ζωής του. Κι είχε τη δύναμη να του παραδίδει καθημερινά και για δώδεκα χρόνια, ό,τι πιο ουσιώδες φλέγονταν μέσα της. Ψιθυρίζοντάς του ότι η μοναδική της φιλοδοξία ήταν να του εμπνέει διαρκώς τον έρωτα. Κατανοώντας βαθιά μέσα της ότι δεν προσδοκούσε τίποτα απ’ αυτόν τον έρωτα, γιατί όπως έγραφε «…δεν υπάρχω, περιμένω να υπάρξω, δεν είμαι παρά μόνο μια υπόσχεση.».

 

 

Συντάκτης: Όλγα Αρβανιτά
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου