Είναι αδιαμφισβήτητο ότι οι περισσότεροι άνθρωποι -για να μην πω όλοι κι είμαι απόλυτη- τείνουμε με μεγάλη ευκολία να κρίνουμε τους γύρω μας, λες και μας τρέφει αυτή η διαδικασία, λες και μας βοηθάει κάπου ή μας πληρώνει τους λογαριασμούς. Κι αν δεν το κάνουμε συχνά πλέον, σίγουρα έχει υπάρξει στιγμή που κρίναμε αρνητικά κι άδικα έναν άλλον άνθρωπο για τις επιλογές του. Στην εποχή που διανύουμε όμως, όπου οι πληροφορίες για οτιδήποτε είναι άμεσα προσβάσιμες και μοιράζονται απλόχερα, θα έλεγε κανείς ότι, το μυαλό μας θα έπρεπε να έχει ξεκλειδώσει, να έχει ανοίξει και να έχει εγκαταλείψει αναχρονιστικά στερεότυπα, ταμπού και ταμπέλες, θα έλεγε κανείς ότι θα είχαμε μάθει να εστιάζουμε στον εαυτό μας.

Οι ταμπέλες είναι για τα προϊόντα και τα ταμπού για να χρησιμοποιούνται ως επιτραπέζιο, γιατί κατά τα άλλα στον άνθρωπο είναι άχρηστα.

 
Είναι δεδομένο ότι κάθε άνθρωπος έχει την ελευθερία να κάνει ό,τι του αρέσει κι ό,τι θεωρεί καλύτερο για τον εαυτό του -πάντα βέβαια μες στα πλαίσια της ατομικής του ελευθερίας. Καθένας έχει το δικαίωμα να ντύνεται και να επιμελείται το γενικότερο styling του όπως θέλει, να φοράει το μαγιό που διάλεξε χωρίς να φοβάται ότι θα κριθεί για τυχόν ατέλειες, ν’ απολαμβάνει την ερωτική του ζωή χωρίς να χρειαστεί να απολογηθεί για κάτι. Γιατί ο καθένας έχει δικαίωμα στην οποιαδήποτε επιλογή του.

 

 

Κι όμως, αντί να ισχύουν όλα τα παραπάνω, ζούμε σε μια κοινωνία που πολύ εύκολα κρίνει, χωρίς λόγο και χωρίς να έχει ερωτηθεί. Γιατί όμως ένα άτομο μπαίνει στη διαδικασία να σκεφτεί «ας μη βάλω αυτό το ρούχο γιατί δεν αρέσει στον σύντροφό μου», «φοβάμαι να παραδεχτώ ότι προτιμάω άτομα του ίδιου φύλου», «θα κρύψω τη σχέση μου μ’ αυτό το άτομο γιατί δεν το συμπαθούν οι φίλες μου»; Γιατί καταλήγει τελικά να ζει για τους άλλους κι όχι για τον εαυτό του; Γιατί περιτριγυρίζεται απ’ ένα σύνολο ανθρώπων με το δάχτυλο στραμμένο επάνω του.

Κι όταν αυτό συμβαίνει τελικά σε σένα, μένεις ν’ αναρωτιέσαι πόσο πιο εύκολα θα ήταν όλα αν δε συνέβαινε αυτό, αν είχες γύρω σου μόνο άτομα που σ’ αποδέχονται όπως ακριβώς είσαι. Όσον αφορά στον στενό σου κύκλο ίσως είναι λίγο πιο εύκολα τα πράγματα, αφού γι’ αυτό σε αγάπησαν κι επέλεξαν να υπάρχεις στη ζωή τους. Τι γίνεται όμως με τον ευρύτερο κύκλο -την κοινωνία όπως αποκαλούμε- τον οποίο δεν μπορείς να ελέγξεις;

Δεν είναι δουλειά σου να αλλάξεις τίποτα εκτός από τον εαυτό σου, μάλιστα αν ξεκινήσεις απ’ αυτόν σύντομα θα αλλάξεις και την κοινωνίαα -έστω και λίγο.

 
Δυστυχώς λοιπόν, δεν μπορείς να ελέγξεις τις σκέψεις, τις πεποιθήσεις και το στόμα κανενός. Δεν μπορείς να μάθεις σε όλους να έχουν όρια και να σέβονται την ατομική ελευθερία του καθένα, ούτε να τους πείσεις να σταματήσουν να είναι επικριτικοί. Αυτοί οι άνθρωποι πάντα υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν, είτε σε μεγάλο βαθμό είτε σε μικρό. Το θέμα είναι να βρεις εσύ τη δύναμη μέσα σου ώστε να μη σε νοιάζει η κριτική τους. Να βρεις το κουράγιο να τους αγνοήσεις κι έτσι να έχεις μόνη έννοια αν αυτό που επιλέγεις είναι σωστό για σένα. Θα πρέπει να βρεις τη δύναμη όχι μόνο να επιλέγεις αλλά και να στηρίζεις το ντύσιμό σου, τον άνθρωπό σου, το μέρος που θα ζεις, γιατί για σένα αυτό είναι το σωστό, αυτό σε γεμίζει.

Όπως τα σπίτια που ανά καιρούς ανακαινίζονται, αλλάζει η διακόσμησή τους και προσαρμόζονται στις ανάγκες που εξυπηρετούν, έτσι θα έπρεπε  να γίνεται και με τον εαυτό μας. Οφείλουμε να φτιάξουμε το δικό μας «σπίτι», να ζούμε εκεί ευτυχισμένοι και να δεχόμαστε μόνο άτομα που το σέβονται κι απολαμβάνουν τη διακόσμησή του όπως εμείς. Γιατί ποτέ κανείς, που αρέσκεται σ’ ένα σπίτι γκρίζο και μουντό δε θα μείνει σ’ ένα σπίτι φωτεινό με γήινα χρώματα και το αντίστροφο. Μπορεί να βολευτεί για λίγο αλλά δε θα μείνει για πάντα. Γι’ αυτό, στο «σπίτι» σας, ν’ αφήνετε να μπαίνουν επιλεγμένα άτομα, ώστε να υπάρχει περίπτωση να μείνουν για πάντα.

«Τα μυαλά είναι όπως τα αλεξίπτωτα. Λειτουργούν καλύτερα όταν είναι ανοιχτά» – Frank Zappa

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Μαρίλια Μυστεγνιώτου
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου