Επανασύνδεση. Ωραία λέξη, με πολύ συναίσθημα. Άλλοτε και μόνο στη σκέψη της σε πλημμυρίζει χαρά, μιας κι είναι εφικτή και θέμα χρόνου να συμβεί κι άλλοτε λύπη, για τα άτομα που θυμάσαι αλλά δεν έχεις πια στη ζωή σου.

Ας μιλήσουμε, όμως, για τη χαρούμενη εκδοχή της. Το καλύτερο είναι όταν δεν περιμένεις αυτή τη στιγμή, όταν δεν είσαι προετοιμασμένος να δεις τους φίλους ή την οικογένειά σου. Όταν γυρνάς στην πόλη όπου μεγάλωσες και σκέφτεσαι «αχ τι καλά που επιτέλους θα τους δω», αλλά ακόμη δεν το ‘χεις προγραμματίσει. Τότε βγαίνει και το πιο αληθινό συναίσθημα, πάνω στην έκπληξη της στιγμής, την ώρα που βλέπεις τα πρόσωπά τους και θυμάσαι όλες τις στιγμές και τους λόγους που είσαι δεμένος με αυτά τα πρόσωπα.

Τότε είναι που η καρδιά σου χτυπά δυνατά, το χαμόγελό σου είναι ασυγκράτητο κι άμα είσαι κι ευσυγκίνητος, τρέχει και κάνα δάκρυ. Ακόμη κι αν ο καιρός που έχεις να τους δεις δεν είναι τρομακτικά πολύς, και πάλι επανασύνδεση θεωρείται. Κάποτε ήσασταν μαζί κάθε μέρα και τώρα κάνεις μήνες να τους δεις. Δεν το λες και λίγο. Συνηθίζεις, αλλά δεν παύουν να σου λείπουν.

Όταν, λοιπόν, επιστρέφεις και, χωρίς να το περιμένεις, τους βλέπεις μπροστά σου να ‘ρχονται να σε καλωσορίσουν ή πας σπίτι κι είναι όλοι συγκεντρωμένοι εκεί για να σε δουν, ε, ναι, νομίζω είναι απ’ τα καλύτερα συναισθήματα. Νιώθεις ίσως πως δε σε έχουν ξεχάσει, πως δεν αρκούνται μόνο στα μηνύματα που στέλνετε, όταν είστε μακριά, και παρόλο που έχετε μια διαφορετική καθημερινότητα πλέον, βρίσκουν λίγο χρόνο για να ‘ναι κοντά σου.

Άλλο ένα όμορφο στιγμιότυπο είναι η ώρα εκείνη που λέτε τα νέα που έχουν συσσωρευτεί όλους αυτούς τους μήνες, γιατί –όπως και να το κάνουμε– μερικά πράγματα δεν μπορούν να ειπωθούν απ’ το τηλέφωνο και τα μηνύματα δεν αρκούν για να περιγράψουν ακριβώς τις καταστάσεις και τις ιστορίες που θέλουμε να μοιραστούμε. Προφανώς και δε συζητάμε για τις περιπτώσεις εκείνες που ένα σημαντικό γεγονός συνέβη και χρειάζονται ώρες ανάλυσης.

Πέρα, όμως, απ’ τους φίλους, έχουμε αφήσει πίσω και τους γονείς μας, τους ανθρώπους που μας μεγάλωσαν και κάθε μέρα, που είμαστε μακριά τους, εκείνοι ανησυχούν και μας σκέφτονται συνέχεια. Μάλλον πιο συχνά απ’ ό,τι εμείς εκείνους. Η αγκαλιά τους τη στιγμή που κατεβαίνουμε απ’ το λεωφορείο ή όταν φτάνουμε στο αεροδρόμιο είναι τόσο σφιχτή που νομίζεις θα σου σπάσουν τα κόκκαλα, όμως κρύβει τόση αγάπη κι ανυπομονησία που ούτε εμείς καταλαβαίνουμε πολλές φορές.

Αφού αγκαλιαστούμε και συγκινηθούμε, σειρά έχει το τραπέζι στο σπίτι, όπου μαζευόμαστε όλοι, λέμε τα νέα μας, μας ανακρίνουν για την προσωπική μας ζωή, τη δουλειά κι ό,τι άλλο θυμηθούν. Εμείς πάλι προσπαθούμε να αποφύγουμε τις άβολες καταστάσεις, χωρίς επιτυχία τις περισσότερες φορές. Μα, να μου πείτε, πότε κανείς κατάφερε να ξεφύγει απ’ την πίεση της μαμάς, το αυστηρό βλέμμα του μπαμπά και φυσικά τις μπηχτές των αδερφών μας που μας ξεμπροστιάζουν;

Εμείς που πλέον έχουμε δύο πόλεις προσπαθούμε όσο καιρό μένουμε στο σπίτι που μεγαλώσαμε να δούμε τους πάντες –φίλους, γνωστούς και συγγενείς– και να μην αφήσουμε κανέναν με το παράπονο. Διασκορπιζόμαστε από ‘δω κι από ‘κει κι είμαστε διαρκώς εν κινήσει, γιατί, πέρα απ’ τους καφέδες και τα οικογενειακά τραπέζια, έχουμε κι εμείς οι ίδιοι ξεχάσει την πόλη μας και θέλουμε να την ξαναπερπατήσουμε.

Δε θυμόμαστε όλους τους δρόμους, δεν ξέρουμε τα καινούργια μαγαζιά που ‘χουν ανοίξει και προσπαθούμε να μπούμε στο κλίμα και στη ροή των εξελίξεων του τόπου μας. Όλο αυτό μας δίνει δύναμη και κουράγιο να συνεχίσουμε, γεμίζει τις μπαταρίες μας και μπορούμε και πάλι να φύγουμε με τη σκέψη ότι τα δικά μας άτομα θα είναι εκεί και θα μας περιμένουν.

Μέσα, λοιπόν, από μία λέξη όπως η επανασύνδεση ξεχειλίζει άπειρη ομορφιά, γιατί μόνο όταν αποχωρίζεσαι κάποιον συνειδητοποιείς πόσο σπουδαίο ρόλο είχε στη ζωή σου, πόσο είχες εσύ στη δική του και πώς από ‘δω και πέρα ξαναχτίζεις την καθημερινότητά σου.

 

Συντάκτης: Άννα Μπαλάση
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη