Τι σκέφτεται κανείς στο άκουσμα των λέξεων ζήλια και καταπίεση; Σίγουρα όλοι θέλουμε να προβάλουμε αντίσταση σε οτιδήποτε προσπαθεί να μας περιορίσει, ενώ αρνούμαστε να αφεθούμε στα χέρια και στις διαθέσεις άλλων. Δε θα έπρεπε κανείς και τίποτα να έχει τη δυνατότητα να μας κατευθύνει σε δρόμους που επιθυμεί και τον συμφέρει, χωρίς να είναι δική μας η απόφαση. Η ανεξαρτησία μας, το δικαίωμα να επιλέγουμε εμείς για εμάς, είναι κομμάτι της ελευθερίας μας. Όμως ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Υπάρχουν άτομα που ενώ διαμαρτύρονται για καταπίεση και για τον έλεγχο που μπορεί να δέχονται από τους γύρω τους, πίσω απ’ αυτή τη στάση τους κρύβεται μια υποσυνείδητη ανάγκη να τους κατευθύνουν.

Υπάρχουν κάποιοι που έχουν ανάγκη τον έλεγχο, την καταπίεση, τη ζήλια. Είναι εκείνοι που η ανασφάλεια καθορίζει ποιοι είναι και που όταν κοιτούν το πρόσωπό τους στον καθρέπτη βλέπουν απέναντί τους ένα μικρό παιδί που ποτέ δεν του είπαν τα «μπράβο» που του αναλογούσαν. Η παιδική ηλικία είναι η βάση διαμόρφωσης της προσωπικότητάς μας. Αν, λοιπόν, δε μας έκαναν να νιώσουμε σημαντικοί, πολύτιμοι, αν δε μας είπαν έναν καλό λόγο, πώς μπορούσαμε να σταθούμε στα πόδια μας και να έχουμε εμπιστοσύνη σε εμάς; Μεγαλώνουμε και ενώ παραπονιόμαστε για τη ζήλια του συντρόφου μας, στην πραγματικότητα την χρειαζόμαστε, γιατί μας δίνει αυτό που ως παιδιά δε μας έδωσε ο οικογενειακός μας περίγυρος. Αξία και σημασία. Έχουμε δηλαδή την ψευδαίσθηση ότι επιβεβαιωνόμαστε και γινόμαστε σημαντικοί, μιας και στον μπερδεμένο συλλογισμό μας, η καταπίεση και η ζήλια είναι σημάδια ενδιαφέροντος -ανθρώπινου κι ερωτικού. Μα αυτά φέρνουν αρρωστημένες συμπεριφορές και ένα άτομο που κυριολεκτικά κρέμεται πάνω μας και προσπαθεί εξαιτίας της αδύναμης προσωπικότητάς μας να αποκτήσει εξουσία και έλεγχο στις κινήσεις μας. Από εκεί και πέρα όσο και αν πιστεύουμε πως εμείς έχουμε υπό έλεγχο τις καταστάσεις, η πραγματικότητα μάς διαψεύδει, μιας και τα ηνία τα έχει κάποιος άλλος. Ο/η σύντροφος που στην αρχή μάς έκανε να επιβεβαιωνόμαστε, παρά τα παράπονα για την συμπεριφορά του, που ικανοποιούμε κατά βάθος το παιδί που δε βίωσε ποτέ την αποδοχή, τώρα κερδίζει πανηγυρικά κι εμείς τον χρειαζόμαστε για να νιώσουμε πως έχουμε κάποιον να μας καθοδηγεί.

Και ξέρετε γιατί; Γιατί δεν ενηλικιωθήκαμε ποτέ, δε μας επέτρεψαν να μεγαλώσουμε και παραμείναμε εκείνο το φοβισμένο παιδί που δε γνωρίζει ποιον δρόμο να πάρει και για καθετί έχει ανάγκη να το βοηθήσει κάποιος άλλος. Παραπονιέται που αυτός ο άλλος τον καταπιέζει, γιατί ως παιδί έχει μάθει να γκρινιάζει για όσα τον εμποδίζουν να έχει τον δικό του χώρο, μα δεν ξέρει τον τρόπο να το αντιμετωπίσει και απλώς το αφήνει και το αποδέχεται, μιας και έτσι έμαθε από την οικογένειά του. Άρα μειλίχια, με κάποια παράπονα κατά περιόδους,  απολαμβάνει τη ζήλια και την καταπίεση, εφόσον κανείς δεν του έμαθε να πατάει στα πόδια του. Μάλιστα νιώθει και κάποιας μορφής κολακεία που γίνεται το πρόσωπο εκείνο για το οποίο κάποιος άλλος μπαίνει στη διαδικασία να κάνει ολόκληρο σκηνικό, θεωρώντας πως απευθείας η στάση αυτή ανεβάζει την αξία και την αυτοπεποίθησή του.

Αν δώσουμε την ευκαιρία στον εαυτό μας να αγαπηθεί πρώτα από εμάς τους ίδιους και ύστερα δεχτούμε βοήθεια από ένα ειδικό, ίσως συνειδητοποιήσουμε πως η καταπίεση κάνει στην άκρη την προσωπική μας ελευθερία. Δε χρειαζόμαστε άτομα που να ορίζουν τη ζωή μας, μα συνοδοιπόρους που ενδιαφέρονται για το κοινό καλό, το καλό και των δυο.

Συντάκτης: Γεωργία Κοκκονούζη
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.