Αγαπητοί τωρινοί και μελλοντικοί γονείς, αγαπητοί αναγνώστες που δεν έχετε δημιουργήσει ακόμα οικογένεια παρά μόνο έχετε το ρόλο του παιδιού μέσα σε αυτή. Το συγκεκριμένο κείμενο θα καλύψει κάποιες πτυχές της ζωής σου σε οποιαδήποτε κατηγορία από αυτές και αν ανήκεις. Δεν αποτελεί κανενός είδους «οδηγό προς ναυτιλομένους», αλλά ελπίζω αυτό που σου κίνησε το ενδιαφέρον ώστε να το διαβάσεις, να σταθεί και η αφορμή για εσωτερική ενδοσκόπηση και προβληματισμό.

Σε όποια κατηγορία και αν ανήκεις, λοιπόν, σίγουρα θα έχεις μπει έστω και μια φορά στη διαδικασία να πλάσεις στο μυαλό σου το ιδανικό για σένα μοτίβο της οικογένειας που θα επιθυμούσες να δημιουργήσεις και κατ’ επέκταση το πώς ακριβώς θα ήθελες να μοιάζει το παιδί σου, τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά. Είτε αυτές οι σκέψεις γίνονται επειδή έχεις τον τίτλο του γονέα, είτε περιορίζονται έως τώρα στο χιουμοριστικό πλαίσιο παρεϊστικων συζητήσεων, έχουν και οι δύο οπτικές έναν κοινό άξονα, κι αυτός δεν είναι άλλος απ’ το πόσο πολύ επιθυμούμε να έχουν τα παιδιά μας κοινά στοιχεία με εμάς. Μήπως, όμως, κρύβονται βαθύτερα νοήματα πίσω από μια τόσο απλή φαινομενικά επιθυμία;

Εκ πρώτης όψεως, αυτό που σου έρχεται στο μυαλό διαβάζοντάς το, αφορά ομοιότητες στην εμφάνιση. Πολλοί αναλαμβάνουν το ρόλο του γονέα και έχουν σαν προσωπικό απωθημένο -αν μπορώ να το χαρακτηρίσω έτσι- να τους μοιάζει το παιδί τους. Πρέπει να παραδεχτείτε ότι είναι χαρακτηριστικό σκηνικό να βλέπεις ζευγάρια να διαφωνούν πεισματικά -μεταξύ σοβαρού και αστείου- για το «σε ποιον μοιάζει περισσότερο το παιδί!»  Φυσικά, μέσω αυτής της επιφανειακής επιθυμίας, τους δίνεται και η δυνατότητα να αναβιώσουν για δεύτερη φορά την παιδική τους ηλικία μέσα από τα μάτια του παιδιού τους. Μια επιθυμία της οποίας την έκβαση δεν μπορείς να επηρεάσεις και να μεταβάλλεις μιας και αποτελεί εκ γενετής χαρακτηριστικό και άρα μη αναστρέψιμο. Αυτή η σκέψη από μόνη της θεωρείται απολύτως αθώα και δικαιολογημένη -ιδίως λόγω του ενθουσιασμού των νέων γονέων- και σε καμία περίπτωση δεν είναι ικανή να επηρεάσει τη ζωή  κάποιου μέλους της οικογένειας.

Το κομμάτι όμως, που ενέχει κινδύνους και σαν σκέψη και σαν πραγματικότητα είναι εκείνο που αφορά τον χαρακτήρα του παιδιού. Όταν περάσει η φάση της παραπάνω επιθυμίας, αρχίζει να ξεπροβάλλει μια άλλη, πιο ισχυρή και ως προς την επιρροή που μπορεί να ασκήσει και ως προς τα περιθώρια μεταβολής της. Είναι η ανάγκη να διαμορφώσουμε το χαρακτήρα του παιδιού μας, ώστε να αποτελεί πιστό αντίγραφο του εαυτού μας. Μια επιδίωξη που πηγάζει απ’ το ότι η προσωπικότητα καθενός χτίζεται κατά τη διάρκεια των παιδικών χρόνων της ζωής του. Και όταν στα πρώτα χρόνια της ζωής οι γονείς αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της καθημερινότητας του παιδιού είναι φυσικό επακόλουθο ότι θα ασκήσουν έντονη επιρροή στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του. Όμως, γιατί κάθε γονιός έχει αυτή την επιδίωξη και προσπαθεί μανιωδώς να περάσει στο παιδί του συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και συγκεκριμένο τρόπο σκέψης, ώστε να συμπίπτει με τον δικό του;

Αν το καλοσκεφτείς, σε μια ηλικία διάπλασης και ανωριμότητας που το παιδί υιοθετεί όλα όσα του προσφέρονται χωρίς να είναι σε θέση να τα αξιολογήσει, πρέπει να διαθέτεις την απαραίτητη αυτογνωσία πριν προβείς σε οποιαδήποτε τέτοια ενέργεια. Όταν δεν μπορείς να είσαι αντικειμενικός κριτής του ίδιου σου του εαυτού και άρα να αναγνωρίσεις τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά σου, δεν μπορείς να παίρνεις ένα τέτοιο ρίσκο. Ή μήπως θεωρείς ότι απαρτίζεσαι μονάχα από θετικά στοιχεία και άρα αποτελείς πρότυπο άξιο προς μίμηση;

Καλώς ή κακώς, τις περισσότερες φορές δεν προηγείται τέτοιου είδους ενδοσκόπηση. Πλάθεται, δηλαδή, μια νέα ζωή με κατευθυντήρια δύναμη την ψευδαίσθηση του γονέα ότι διαθέτει τον «τέλειο» χαρακτήρα. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτή η πεποίθησή του τονίζει απλώς τις δεκάδες αδυναμίες του, τα δεκάδες ψεγάδια του. Όταν, λοιπόν, το παιδί αρχίζει και μεγαλώνει κάνοντας εμφανή τα πρώτα στοιχεία του χαρακτήρα του, όπως είναι αναμενόμενο, παρουσιάζει και κάποια ελαττώματα. Ως γονιός με έλλειψη αυτογνωσίας, δεν είσαι σε θέση να αναγνωρίσεις τις ομοιότητές σας, μιας και στο μυαλό σου τα έχεις εξιδανικεύσει όλα. Αναγνωρίζεις μεν τα αρνητικά του στοιχεία, αλλά διαχωρίζεις τον εαυτό σου από όλο αυτό. Νιώθεις έντονη δυσφορία για τον δύστροπο -όπως τον αποκαλείς- χαρακτήρα του και προσπαθείς να μάθεις τι οδήγησε σε όλο αυτό. Ψάχνεις μανιωδώς υπαίτιους στον περίγυρό του, κατηγορείς τις «κακές παρέες του», μιας και αυτές αποτελούν τα νέα μέλη της καθημερινότητάς του. Ξεχνάς όμως ότι το κυρίαρχο μέλος που θα κατέχει μέχρι την ενηλικίωσή του την πρώτη θέση, είσαι εσύ!

Καταλαβαίνεις πού το πάω, έτσι; Οι συνεχείς καβγάδες σας, η προσπάθειά σου να του επιβληθείς και η τάση του παιδιού να σου πηγαίνει κόντρα, είναι στην ουσία μια «μάχη» που διεξάγεις με τον ίδιο σου τον εαυτό. Δυσανασχετώντας με το χαρακτήρα του παιδιού σου, είναι σαν να δυσανασχετείς και με τον ίδιο σου το χαρακτήρα τον οποίο θεωρούσες «πρότυπο». Δεν μπορώ, φυσικά, να αρνηθώ τη δυσκολία που μπορεί να έχει η παραδοχή αυτού. Για κανέναν γονέα δεν είναι εύκολο να αποδεχτεί ότι είναι ο κύριος υπαίτιος κάποιου αρνητικού στοιχείου του παιδιού του. Προτιμά τη μόνιμη άρνηση, έτσι ώστε να αποτρέψει την ολέθρια καταστροφή που θα επιφέρει η αναγνώριση αυτής της αλήθειας στον ψυχισμό του.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι κανένας δε γεννιέται γονιός, αλλά γίνεται. Και μερικές φορές αυτός ο άγνωστος ρόλος φαντάζει τρομακτικός, κάνοντάς σε να προσπαθείς υπερβολικά να τον τελειοποιήσεις. Μάταια, όμως, μιας και τα λάθη είναι ανθρώπινα και άρα αναμενόμενα. Το θέμα είναι να είσαι σε θέση να αναγνωρίσεις τις συνέπειες των επιλογών σου και να μην τις επαναλάβεις. Ιδίως όταν αυτές μπορεί να προκαλέσουν μη αναστρέψιμα προβλήματα στη ζωή του παιδιού σου. Κι αυτή είναι η μόνη ρεαλιστική επιθυμία!

Συντάκτης: Μαρία Ζαφειρίου
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.