Όταν πρωτοχτύπησε η κρίση, ήταν ακόμη μαθητές Λυκείου.

Το άκουγαν σαν κάτι πολύ μακρινό κι ασήμαντο.

Αργότερα τους βρήκε φοιτητές με έτοιμο γεμάτο λογαριασμό. 

Δεν τους επηρέασε ουσιαστικά αλλά τους έπιανες σε βεράντες να αναλύουν το πώς και το γιατί.

Η Μαρία, η Γιάννης και η Ελένη ήταν επίδοξοι καριερίστες από την πρώτη μέρα που πάτησαν στο πανεπιστήμιο.

Χωρίς να συζητήσουν πολλά πολλά, χωρίς να υπεραναλύσουν το θέμα της μετανάστευσης, ξαφνικά, μετέφηβοι ακόμη, βάλθηκαν ν’ανακοινώνουν ο ένας στον άλλο τις προσλήψεις τους σε μεγάλες εταιρίες στην Αγγλία.

Οι Ελληνίδες μάνες προσεύχονταν σε κάθε τους συνέντευξή.

Όχι γιατί δεν τους θέλουν κοντά τους, αλλά γιατί θέλουν να τους δουν ευτυχισμένους.

Και τελικά τί είναι η μετανάστευση για κάποιον σαν τη Μαρία, το Γιάννη και την Ελένη, εκεί γύρω στα είκοσι δύο.

Η μετανάστευση είναι γιορτή.

Γιατί θα ξυπνούν το πρωί και θα πηγαίνουν στην δουλειά που κέρδισαν με την αξία τους.

Που δεν μεσολάβησε ο θείος του ξαδέρφου, του πατέρα, της μάνας τους, για να την βρουν.

Γιατί στο γραφείο, δεν θα τους κουτσομπολέψει κανείς αλλά μόνο θα τους σκάσουν ένα χαμόγελο όποτε συναντηθούν τα πρόσωπά σας.

Γιατί οι μόνοι που ίσως να βρεθούν να γκρινιάζουν σε μία συζήτηση, θα είναι εκείνοι, γιατί έτσι έμαθαν από μικροί.

Είναι γιορτή, γιατί την δουλειά που θα κάνουν, την αγαπούν, μιας και μόνοι τους την διάλεξαν, χωρίς να είναι η τελευταία εύκαιρη θέση. Και κυρίως, δεν είναι αγγαρεία. 

Γιατί αν ο εργοδότης τους, τους συμπεριφερθεί άσχημα, υπάρχουν 350 δικαστήρια και νόμοι να τους υποστηρίξουν. Γι’αυτο και οι εργοδότες είναι προσεκτικοί.

Γιατί σε κάποιες χώρες εκεί έξω, μπορεί να υπάρχει διεφθαρμένη πολιτική, αλλά τα κράτη δεν κατάφεραν ν’αφανίσουν τα παιδικά όνειρα, που με τόσο κόπο χτίστηκαν.

Γιατί αν είσαι καλός σ’αυτό που κάνεις, ανταμείβεσαι με αξιοπρέπεια.

Γιατί οι Παρασκευές και τα Σαββατοκύριακα είναι πανηγύρι, όσο και αν βρέχει έξω.

Οι έξοδοι, τα ποτά και οι καφέδες, είναι απόλαυση και όχι ευκαιρία για πολιτικές διαφωνίες και επιρρίψεις ευθυνών σε κυβερνήσεις.

Γιατί σε εκείνες τις εξόδους, θα διασκεδάσουν με την ψυχή τους χωρίς να πρέπει να το παίξουν δήθεν.

Γιατί θα την πεθυμήσουν την μάνα τους, αλλά θα την πάρουν αμέσως στο Skype να της πουν ότι μόλις της έκλεισαν εισιτήριο να πάει να τους δει. 

Και ας τους λείψει  αλμύρα της θάλασσας και η Βιταμίνη D από την έλλειψη ηλίου.

Και ας μην πιουν το Freddo τους παραθαλάσσια κάθε Κυριακή.

Και ας νιώσουν κάποτε λίγο πιο μόνοι ή χωρίς ταυτότητα.

Γιατί θα κρατήσουν κοντά τους μόνο εκείνους που τους αγαπούν πραγματικά, όσο μακριά τους και αν βρίσκονται φαινομενικά.

Η Μαρία, ο Γιάννης και η Ελένη κάποτε υπερηφανεύονταν για την καταγωγή τους.

Τώρα όμως, θα ζήσουν την κακοπέραση της μετανάστευσης, μέχρι η πατρίδα τους να τους αγκαλιάσει και να τους προσφέρει όσα τους αξίζουν πραγματικά.

Το δικαίωμά τους να κυνηγήσουν την ζωή που ονειρεύτηκαν.

Μέχρι να τους ξανακάνει περήφανους.

Συντάκτης: Χαρά Αναξαγόρα