Πάει καιρός που δε γράφω. Είναι λες και μούδιασαν τα δάκτυλα, λες κι οι λέξεις δε θέλουν να βγουν. Διάβαζα το άρθρο της Κατερίνας προχθές και λέω πρέπει κι εγώ να το σπάσω το ξόρκι. Να ξεκινήσω να γράφω κάτι κι ό,τι βγει. Τι είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί; Να γράψω δυο-τρία πράγματα ασυνάρτητα, που να μη βγάζουν νόημα. Λες κι όλα τα υπόλοιπα που συμβαίνουν γύρω μου είναι λογικά.

Το πολύ-πολύ να μουντζουρώσω το χαρτί απ’ τα δάκρυα και να μείνουν όλα όσα γράφω αδιάβαστα. Θαμμένα μαζί με τόσα αλλά που ήθελα να πω, μα δεν πρόλαβα, θαμμένα μαζί με όσα θέλω να πω, μα οι προσδοκίες των άλλων να ‘μαι δυνατή δεν με αφήνουν.

Ξέρεις, μάθαμε να έχουμε άποψη για όλα. Ως και το πώς ο διπλανός μας πρέπει να διαχειρίζεται τον πόνο του. Λες κι είναι κάτι χειροπιαστό και μπορείς να το βάλεις σε ένα παλιό κουτί παπουτσιών και να το κρύψεις βαθιά κάτω απ’ το κρεβάτι. Ο πόνος κι ο χαμός είναι προσωπική υπόθεση κι ο καθένας διαλέγει πώς θέλει να τον αγκαλιάσει ή να τον πετάξει. Μόνο όσοι τον έκαναν δικό τους μία φορά, δεν έχουν τίποτα να πουν παρά μόνο στέκουν και σε κοιτάζουν αγέρωχοι -γιατί ξέρουν.

Θύμωσα εκείνη την Κυριακή που δεν ήρθες να με πάρεις απ’ το αεροδρόμιο. Ήταν ο δικός μας χρόνος, έτσι έλεγες, κι ερχόσουν πάντα πρώτος μήπως και σε προλάβουν. Μα έφτασα κι εσύ δεν ήσουν εκεί. Πού να ήσουν τέτοια ώρα; Μήπως να σε πήρε ο ύπνος; Η πόρτα μισάνοιχτη και το σπίτι μαυροφορεμένους κι εσύ να λείπεις κι εγώ να σε ψάχνω παντού. Σίγουρα δεν είσαι εκεί, τα μισείς τα μαύρα ρούχα εσύ. Έχεις μια πτήση σε μια βδομάδα, πρέπει να προετοιμαστείς, αφού τα φοβάσαι τα αεροπλάνα, μήπως να πήγες να φτιάξεις βαλίτσα;

Η θέση σου στο αεροπλάνο ήταν άδεια αυτή τη φορά. Ο ξενοδόχος μας περίμενε, μα δε φανήκαμε για την εκδρομή μας. Το καπουτσίνο σου στην καφετέρια της γειτονιάς κρύωσε, θύμωσα που δε στο κράτησαν ζεστό και τους το πέταξα στα μούτρα. Οι αναμνήσεις έμειναν να περιμένουν να φτιαχτούν φέτος κι εγώ έμεινα να κοιτάζω τα φύλλα που πέφτουν, ξέροντας πως τα φθινόπωρα δε θα ’ναι ποτέ τα ίδια.

Έμεινα να σπάω το μυαλό μου να σκεφτώ ποια ήταν η τελευταία φορά που μιλήσαμε και τι κουβέντες ανταλλάξαμε, να προσπαθώ να ξανακούσω άλλη μια ιστορία από ΄κείνες που σου άρεσε να λες καπνίζοντας. Το ποδόσφαιρο δε θα ‘ναι πια το ίδιο χωρίς εσένα. Μα ξέρω θα ‘σαι πιστός στο ραντεβού σου και θα σου χρωστάω να το παρακολουθώ. Ξέρεις, προχθές θύμωσα που δε σκόραραν, μήπως και στεναχωρηθείς. Είσαι εδώ, και με εκνευρίζουν όσοι με αναστατώνουν καμιά φορά. Μέχρι τώρα σου τα έκρυβα και δεν το ήξερες, μα τώρα δε θα σου ξεφεύγουν και θα θυμώνεις.

Ξέρεις, έφυγες ανεξήγητα και δεν πρόλαβα να κάνω πολλά. Είχα πολλά όνειρα στο μυαλό μου για το μέλλον και συμμετείχες σ’ αυτά, μα δεν πρόλαβα να τα μοιραστώ. Βλέπεις, εγώ τώρα μεγάλωσα, δε βρήκα ακόμη χρόνο να στα πω. Έλεγες πως μόνο με την ανεξαρτησία που μου έδωσες μικρή θα κατάφερνα να είμαι εδώ τώρα, μα δε μου είπες πόσο γρήγορα θα έπρεπε να μάθω να ζω με αυτό τον πόνο.

Δε μου είπες πως όλες τις φορές που είχες παράπονα γιατί δε με έβλεπες αρκετά ήταν γιατί ήξερες πως δεν είχαμε χρόνο. Δε μου είπες πως οι ανησυχίες σου, που μιλούσες σε άλλους γι’αυτές, ήταν γιατί έπρεπε να με προετοιμάσεις όσο περισσότερο γινόταν για άλλα.

Κι έμεινα εδώ, να τα βάζω μαζί μου, μήπως σε θύμωσα και δε νοιάστηκες να πεις αντίο, έστω κι έτσι βιαστικά.

Συντάκτης: Χαρά Αναξαγόρα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη