Πριν λίγες μέρες, σας έγραψα να δίνεστε λες και σε κάθε αύριο παραμονεύει θάνατος. Όταν όμως, μια μέρα στ’ αλήθεια μας χωρίσει ο θάνατος από κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο, ποτέ και τίποτα από όσα κάναμε για εκείνους δεν θα μοιάζει ότι ήταν αρκετό.

Οι τύψεις μάς στοιχειώνουν. Γιατί δεν κάτσαμε μαζί τους λίγο ακόμη, γιατί δε τηλεφωνήσαμε εκείνο το ξημέρωμα να τους πούμε πως δεν θέλουμε ποτέ να πάθουν κακό, γιατι δεν πήγαμε ποτέ εκείνη την βόλτα για παγωτό όπως σχεδιάζαμε. Τίποτα τελικά δεν ήταν αρκετό για να καλύψει αυτό το «για πάντα» που ποτέ δε ζήσαμε.

Μας στοιχειώνουν οι τελευταίες εικόνες τους, όταν όλοι καταλάβαμε πόσο μας στοιχίζει η απουσία τους.

Παλιά μιλήσαμε για τις στιγμές που αξίζουν ένα θάνατο. Είναι εύκολο, ξέρεις, να κάνεις βαρύγδουπες δηλώσεις αν δεν έχεις βιώσει ένα θάνατο που θα σου στοιχίσει. Να σου πω εγώ, καμιά στιγμή δεν αξίζει ένα θάνατο, και καμιά ζωή δεν ήταν αρκετή για να απαλύνει την απώλεια. Όσους κύκλους και αν έκανε η ζωή αυτού που φεύγει, ποτέ η απώλεια δεν μπορεί να μετρηθεί.

Ο θάνατος είναι μέσα στη ζωή, μου λες, και μου χαιδεύεις απαλά το χέρι. Εμένα κανείς δεν μου έμαθε να τον χειρίζομαι όμως, δε μας έμαθαν στο σχολείο πώς να τον αντιμετωπίζουμε. Είναι λες και κανεις δε θέλει να το συζητήσει, ποντάρει στις αντοχές του μέχρι να χρειαστεί να το περάσει πραγματικά. Πώς αφήνεις τις τύψεις να φύγουν, πώς αδειάζεις το μυαλό από την μαυρίλα, πώς κρατάς μόνο τις χαρούμενες στιγμές με ένα νοσταλγικό χαμόγελο; Πώς παίρνεις πίσω τα χαμένα χαμόγελα όσων συννέφιασαν με την απώλεια; Δεν μας είπε κανείς πως βρίσκουμε σημάδια ότι οι αγαπημένοι μας ηρέμησαν, ότι είναι πιο καλά εκεί που πήγαν.

Ίσως να ‘ναι πιο κατανοητό σε όσους δεν πιστεύουν σε ανώτερες δυνάμεις, ίσως και όχι. Όπως και να χει, όλοι παντοτε θα ψάχνουμε μια λύση, μια εξήγηση  για να επουλώσουμε τις πληγές μας.

Προχθές, διάβασα κάπου πως οι αγαπημένοι μας γίνονται άγγελοι στον ουρανό, ανοίγουν παράθυρα και μας δείχνουν πως χαμογελούν στέλνοντας ηλιαχτίδες ανάμεσα από τα σύννεφα. Άλλοι, κυνικοί, θύμωσαν και υποστηριξαν πως είναι γελοίο να πιανόμαστε από τέτοιες μεταφορές. Ίσως εκείνοι δεν χρειάστηκε ποτέ να βρουν τρόπους να απαλύνουν τις πληγές.

Αν τα δάκρυα μπορούσαν να χτίσουν μια σκάλα και οι αναμνήσεις ένα δρομο, θα σκαρϕάλωνα πάνω στον παράδεισο να σε αγκαλιάσω μια τελευταία ϕορά.  Τώρα ήρθε η σειρά μου να περιμένω πότε θα ξανασυναντηθούμε. Ως τότε, να έρχεσαι στα όνειρα μου και να μας γελάς δυνατά, όπως έκανες συνέχεια.

Γίνε κι εσυ ηλιαχτίδα και φώτιζε το πρόσωπό μου κάθε που η σκέψη μου συννεφιάζει.

Να προσέχεις, παππού.

Συντάκτης: Χαρά Αναξαγόρα