Ήρθε η ώρα για την ιστορία της Μαρίας σ’ αυτό το your stories reloaded.

Πριν από δέκα περίπου χρόνια, η Μαρία γνώρισε το Γρηγόρη κι έγιναν ζευγάρι. Τους χώριζαν μερικά χιλιόμετρα, αλλά όχι τόσα πολλά για να σταθούν εμπόδιο στην αμοιβαία έλξη τους και στον παθιασμένο έρωτα που ζούσαν.

Ο Γρηγόρης για τη Μαρία είχε τα πιο όμορφα χέρια και τα ωραιότερα χείλη που είχε συναντήσει ως τότε. Τον κοιτούσε κι έλιωνε. Όταν βρισκόταν μαζί του, ξεχνούσε τα πάντα. Ένιωθε σαν κεράκι στα χέρια του.

Η σχέση τους μετρούσε πέντε χρόνια όταν ξέσπασε η μπόρα. Ο Γρηγόρης έπαψε να επιθυμεί μόνο κι αποκλειστικά τη Μαρία και της απέδειξε με το χειρότερο τρόπο. Το κέρατο.

Όποια κι αν βρισκόταν στη θέση της θα ‘νιωθε πως χάνει τη γη κάτω απ’ τα πόδια της. Έσπασε τα πάντα, έβρισε, έκλαψε, έγινε θηρίο και τον χώρισε. Δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Η προδοσία που ένιωσε την έπνιγε, την τσάκισε.

Βρήκε τη δύναμη και στάθηκε στα πόδια της. Πέρασε σχεδόν ένα χρόνος από ‘κείνο το χωρισμό όταν όλες οι αισθήσεις της της έλεγαν πως τον είχε ξεπεράσει. Δεν τον σκεφτόταν, δεν έρχονταν ο ήχος της φωνής του στ’ αυτιά της, δεν έβλεπε ξανά και ξανά τις φωτογραφίες τους, δεν έκλαιγε, φλέρταρε και περνούσε πια καλά και χωρίς εκείνον.

Ένα σαββατιάτικο απόγευμα ήταν που χτύπησε το τηλέφωνο της μ’ απόκρυψη. Το σήκωσε δειλά κι άκουσε από την άλλη άκρη της γραμμής τη φωνή του.

Όταν τελείωσε ο τυπικός διάλογος τον ρώτησε πώς και τη θυμήθηκε μετά από τόσο καιρό. «Κατάλαβα ότι δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα και θέλω να ‘μαστε και πάλι μαζί, να μείνουμε μαζί» της είπε.
Η Μαρία αισθάνθηκε όλο το αίμα της ν’ ανεβαίνει στο πρόσωπό της. Ήθελε να κλείσει το τηλέφωνο και να τρέξει κοντά του, να του φωνάξει ένα μεγάλο «ναι».

«Αυτά που λες δε γίνονται, είναι λίγο αργά, δε νομίζεις; Όταν στο ζήτησα εγώ δεν μπορούσες να το κάνεις ή δεν ήθελες. Τώρα δε θέλω εγώ» του απάντησε με όση δύναμη βρήκε.

Άλλος ένα χρόνος πέρασε μετά το τηλεφώνημα εκείνο. Στη ζωή της μπήκε ο Βύρωνας, ένας άντρας του περίγυρού της που δεν είχε προσέξει ως τότε. Μπήκε και την έκανε να νιώσει και πάλι όλα τα καλά του έρωτα. Ξαναγεννήθηκε. Ο Βύρωνας ήταν ό,τι καλύτερο είχε συναντήσει στη ζωή της. «Έλα να μείνεις σπίτι μου απόψε» της είπε ένα καλοκαιρινό βράδυ κι από εκείνο το βράδυ η Μαρία δε γύρισε ποτέ ξανά στο πατρικό της.

Περνούσαν οι μήνες και περνούσε ανέλπιστα καλά, ο έρωτας της για το Βύρωνα δυνάμωνε. Έτσι για να επισφραγίσει όλο αυτό αποφάσισε να συναντήσει το Γρηγόρη. Θα ήταν ο καλύτερος τρόπος, θεωρούσε, για να βάλει ένα μεγάλος τέλος στο παρελθόν της και να στραφεί απόλυτα στο μέλλον της.

Κανόνισαν να βρεθούν με παρέα για να μην υπάρχει το παραμικρό ίχνος αμηχανίας. Συναντήθηκαν, λοιπόν, ήπιαν καφέ και τα είπαν σαν φίλοι από τα παλιά. Ησύχασε. Δεν ένιωθε τίποτα ερωτικό για ‘κείνον. Το διάστημα που ακολούθησε αντάλλασσαν ευχές σε γιορτές και γενέθλια. Πέρασαν έτσι τρία χρόνια.

Το τηλέφωνο χτύπησε ένα πρωί και ήταν ο Γρηγόρης που την ενημέρωσε πως μετακόμισε στην Αθήνα κι αφού της εξιστόρησε και τα της σχέσης του με την Έλσα, της ζήτησε βοήθεια για ένα βιογραφικό που είχε να συντάξει. Η Μαρία πάντα ήξερε να τον ακούει κι αυτό δεν είχε αλλάξει. Δέχτηκε να τον βοηθήσει. Τι σόι φίλοι ήταν άλλωστε;

Όταν έκλεισε την πόρτα του διαμερίσματος του κι έτρεξε κλαμένη στο αυτοκίνητο της δεν είχε συνειδητοποιήσει αυτό που έκανε ή μάλλον τότε ήταν που κατάλαβε τι είχε κάνει.
Πότε βρέθηκαν σπίτι του; Πότε παραδόθηκαν ο ένας στον άλλον; Γιατί δεν μπορούσε να του αντισταθεί; Γιατί όση ώρα βρίσκονταν μέσα στα χέρια του, εκείνα τα ωραιότερα χέρια του κόσμου, δεν ένιωθε καμία τύψη; Γιατί εκείνες τις στιγμές νόμιζε πως δεν πέρασε ούτε λεπτό μακριά του; Τι είχε κάνει;

Δεν έπρεπε να το μάθει κανείς, αυτό ήταν το μόνο σίγουρο. Δε θα θυσίαζε τη σχέση της με το Βύρωνα για το εγωιστικό πάθος του Γρηγόρη. Ήταν έτσι κι αλλιώς σίγουρη πως εκείνος το μόνο που ήθελε από εκείνη ήταν αυτό, σαρκική επαφή. Την είχε προδώσει στο παρελθόν κι αυτό είναι το καλύτερο σημάδι πως θα το έκανε και στο μέλλον.

Αν υπήρχε περίπτωση να της ζητήσει να τα παρατήσει όλα και να γυρίσει σ’ αυτόν, θα το έκανε αλλά μόνο αν ήταν σίγουρη πως το εννοούσε. Έληξε την ιστορία και έμεινε με τον άνθρωπο που την αγαπούσε πραγματικά και της το έδειχνε. Κράτησε και κρατάει για πάντα στην καρδιά της τον Γρηγόρη.

Άλλοι θα την κατακρίνουν κι άλλοι θα την καταλάβουν.
Για τη Μαρία όμως, ο Γρηγόρης θα είναι ένα κομμάτι της. Δε θ’ άλλαζε τίποτα. Ούτε καν εκείνη την τελευταία φορά. Μια ακόμη απόδειξη για ‘κείνη, ότι κάποια πράγματα όσο κι να σε σκοτώνουν πρέπει να τα ζεις.

 

Ήταν η ιστορία της Μαρίας για τη στήλη Your Stories Reloaded. Στείλε τη δική σου ιστορία εδώ.

Συντάκτης: Σταυρούλα Φωτιάδου