Γράφει ο Βασίλης.

 

Ξέρω πώς νιώθεις, ίσως και πόσο χάλια είσαι. Γιατί στο ‘πα και στο ξαναλέω, έχω βρεθεί στη θέση σου στο παρελθόν kι όχι μία και δύο φορές. Ξέρω λοιπόν πώς είναι, οπότε μη σου περάσει από το μυαλό πως ό,τι κάνω το κάνω επίτηδες ή επειδή νομίζω ότι είμαι κάποιος, γιατί τίποτα απ’ τα δύο δεν ισχύει.

Ποτέ δεν ήμουν από αυτούς που θα ανέβει η αυτοπεποίθησή τους ανάλογα με τον αριθμό των κοριτσιών που πληγώνουν ή που χαλιούνται εξαιτίας τους. Και πίστεψέ με, δεν ξέρεις πόση προσπάθεια έκανα για να μη φτάσουμε εδώ που φτάσαμε. Πόσο δεν ήθελα να σε πληγώσω και πόσο τελικά το κατάφερα.

Δεν το είχα ποτέ με τα λόγια, οπότε έκανα focus στις πράξεις. Προσπάθησα να σου δείξω με τη συμπεριφορά μου ότι δεν πρέπει να ασχοληθείς άλλο μαζί μου και κυρίως να νιώσεις το οτιδήποτε. Ναι δεν ξέρουμε πώς η ζωή θα τα φέρει και σε αυτήν τη μαγική πόλη γίνονται πολλά και διάφορα. Αλλά ξέρω τι θέλω τώρα κι οι επιθυμίες μου δεν ταιριάζουν με τις δικές σου.

Δεν είναι ότι δε μου αρέσεις, άλλωστε αν ίσχυε απ’ την αρχή κάτι τέτοιο δε θα σε πλησίαζα. Δε θα σου έστελνα, δε θα μιλούσαμε συνέχεια και δε θα σου πρότεινα καν να βγούμε στην τελική. Γούσταρα τότε κι έκανα αυτό που ήθελα, έχοντας όμως πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού μου τις πιθανές συνέπειες.

Όμως όσο κι αν μου άρεσες, καταλάβαινα με τον καιρό ότι όχι μόνο ήθελες παραπάνω πράγματα, αλλά ότι ένιωθες κιόλας κι αυτό ήταν που με απομάκρυνε μία και καλή. Όσο χοντρό κι υπερβολικό κι αν ακούγεται, αυτό που με έκανε να φύγω από εσένα ήταν ότι άρχισες να αποκτάς συναισθήματα για μένα.

Κάτι τέτοιο ήταν το τελευταίο πράγμα που ήθελα. Δεν είμαι σε φάση για σχέση και ξέρω ότι έχει γίνει της μόδας αυτό τελευταία, αλλά αυτή είναι η αλήθεια μου. Έτσι, απ’ τη στιγμή που εσύ ήθελες κάτι που εγώ δεν ήθελα, δεν έβρισκα το λόγο να ασχοληθώ παραπάνω.

Και κάπως έτσι μέσα σε ένα τόσο μικρό χρονικό διάστημα, καταφέραμε να γίνουμε μπουρδέλο. Εσύ να επιμένεις κι εγώ να μην μπορώ να πω αυτά που θέλω γιατί πολύ απλά δεν έβρισκα τα λόγια, δεν ήξερα πώς. Όταν άρχισες να μου κάνεις σπασίματα και δεν απαντούσες στα μηνύματά μου, για κάποιο λόγο με τσίγκλισες. Το μυαλό μου όλη μέρα ήταν εκεί όσο κι αν προσπαθούσα να μην. Θίχτηκε ο εγωισμός μου; Διόλου απίθανο. Δεν καταλάβαινα τι συνέβαινε γενικώς με εμάς; Επίσης.

Ενώ λοιπόν με τη στάση σου έδειξες πως είχες ξενερώσει πια κι άρχισα κι εγώ να το παίρνω απόφαση ενώ ήδη κυνηγούσα άλλη, άρχισες πάλι τα μηνύματα. Κι αρχίσαμε πάλι να μιλάμε όπως στην αρχή.

Προφανώς και μου άρεσε, αλλιώς δε θα σου απαντούσα εξ αρχής. Όμως άρχισα να το αναλύω μέσα μου και καταλάβαινα ότι με αυτό σιγά-σιγά πάλι αποκτούσες ελπίδες. Τότε ένιωσα πως έπρεπε να το κόψω κι αυτό έκανα. Εξαφανίστηκα. Για πόσες μέρες ούτε μήνυμα, ούτε τηλέφωνο, ούτε καν μοιραία συνάντηση.

Κι ενώ όλα στη ζωή μου άρχισαν να μπαίνουν σε μία τάξη σε όλους τους τομείς και ένιωθα πως τα είχα βρει με τον εαυτό μου πως έκανα το καλύτερο για εμάς, βλέπω το όνομά σου στο κινητό μου. «Όχι ρε γαμώτο», σκέφτηκα. Μιλήσαμε λίγο και προσπαθούσα διακριτικά να σε κάνω να καταλάβεις ότι δεν μπορώ να μιλήσω, ίσως κι ότι δε θέλω. Το κατάλαβες με την πρώτη, δεν ήσουν χαζή, γι’ αυτό και μετά από μερικά δευτερόλεπτα το έκλεισες.

Σε εκείνο το τηλεφώνημα είπες τις λέξεις που ευχόμουν να μη μου πεις: «πήρα απλά για να δω τι κάνεις».

Ίσως ακόμη να μη με καταλαβαίνεις, ίσως να μην το κάνεις και ποτέ. Λίγοι θα με καταλάβουν, οι άλλοι νομίζουν πως το ‘χουν κάνει. Ίσως να με θεωρείς το μεγαλύτερο μαλάκα που θα μπορούσες να συναντήσεις, τον πιο ανώριμο, τον πιο εγωιστή. Είσαι ειλικρινά ελεύθερη για το πώς θα κρίνεις τους ανθρώπους της ζωής σου κι ούτε θα προσπαθήσω να σε μεταπείσω.

Αν έχω μία τελευταία κουβέντα να πω, είναι ότι δε φταίω που δεν ένιωσα αυτά που ήθελες να νιώσω. Δεν τα ελέγχουμε αυτά και το ξέρεις πολύ καλά. Επειδή όμως είσαι απ’ τους σπάνια καλούς ανθρώπους που κυκλοφορούν εκεί έξ  και μέσα στη σαπίλα και στη δηθενιά ξεχωρίζεις και με το παραπάνω, θέλω να σου πω και μια συγγνώμη.

Συγγνώμη, λοιπόν. Συγγνώμη που δεν ήμουν αυτό που ήθελες και που πιθανώς ποτέ δε θα γίνω. Που βρεθήκαμε στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή. Κι αν μπορούσα να γυρίσω το χρόνο πίσω, θα τον γυρνούσα στη μέρα που συναντηθήκαμε πρώτη φορά και θα τη διέγραφα. Μόνο και μόνο για να μη σου προκαλέσω τον πόνο που σου προκάλεσα.

Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη