Δεν ψάχνω πια εκείνο που βρήκα σε σένα, εκείνο που με έκανε απόλυτα να σ’ αγαπώ. Κατήντησε γελοίο βλέπεις, να μου φέρεται σαν άτομο περαστικό, ένας άνθρωπος που του χάρισα την ύπαρξή μου. Τα «γιατί» δε θα με σώσουν, δε θα με βγάλουν από το μαρτύριο του να σε νιώθω μέσα μου ζωντανό, ενώ πάλεψες σθεναρά τόσο καιρό για να εξαφανίσεις κάθε ίχνος της παρουσίας σου. Αμφιβάλλω τελικά αν όντως υπήρξες ή αν απλώς σε ονειρεύτηκα. Τι να με κρατάει άραγε και συνέχεια προσπαθώ ν’ αλλάξω μια ιστορία που ήδη έχει γραφτεί; Μολονότι οι τίτλοι τέλους κι η αυλαία έπεσαν, το χειροκρότημα δεν ήρθε ποτέ, ούτε ευτυχισμένο τέλος είδα. Σαν παρανοϊκή περίμενα μια απίθανη ανατροπή της πλοκής κι ας μην έγινε κι ακόμη δε σταματώ να ψάχνω εισιτήρια για μια «παράσταση» ακόμη.

Μα πώς γίνεται να έπαιζες τόσο καλά τον ρόλο σου; Θα είχες φαίνεται εμπειρία. Μήπως απλώς το ‘χεις συνήθειο άλλο να δείχνεις κι άλλο τελικά να είσαι; Φταίω, λέω και ξανά λέω, μα κοίτα να δεις που θα ‘ναι μάλλον μια αιτία, πως ίσως δεν ερωτεύτηκα τον άνθρωπο, μα την προοπτική του. Δεν εξηγείται πώς αλλιώς να έπεσα τόσο έξω, εγώ, που το αγαπημένο μου βιβλίο, το πιο ευανάγνωστο, το πιο ενδιαφέρον ήταν ανέκαθεν οι άνθρωποι. Έπεσα σε παγίδα ή μήπως ήλπιζα απεγνωσμένα με σένα να έχω δίκιο; Δεν ξέρω τι είχα δει στα μάτια σου, που τόσο έμοιαζε σε μένα, μα εύχομαι να μην το είχα δει ποτέ. Μην παρεξηγηθώ, δε μετανιώνω για όλα, μόνο απογοητεύομαι για όσα δε θα ζήσουμε ποτέ. Ποιος είπε ότι μόνο τα «καλά» στο τέλος μένουν; Από εμάς έμειναν μόνο κάποιες ανατολές και κάποιες απορίες, κι όλα τα άλλα έσβησαν, σαν να μην έγιναν ποτέ.

Γνωρίζει άνθρωπος θνητός, πώς σκοτώνεις μια ελπίδα; Ρωτάω διότι όλη νύχτα προσπαθώ κι όλο η άτιμη ξεφεύγει μέχρι που έρχεται ξανά η μέρα. Έξω στον δρόμο ακούγονται φωνές, οχλαγωγία, κόσμος που περπατά εδώ κι εκεί κι όμως δε μοιάζει να με ενοχλεί, μιας και τον μεγαλύτερο θόρυβο τον άκουσα εκείνη τη μέρα που έπεσες στα μάτια μου και παρόμοιό του, δεν άκουσα ξανά.

Πού πηγαίνουν τα όνειρα όταν χάνονται; Για εμάς να ξέρεις πως έκανα πολλά, σαν έφτασαν όμως τα πόδια μου στη γη, άνοιξαν απότομα τα μάτια μου κι αντίκρισα πως η πραγματικότητα αποδείχθηκε πολύ λίγη για να μας κρατήσει μαζί, μπορώ πλέον με σιγουριά να πω, πως δεν άξιζε και πολύ τελικά. Κι εν τέλει, νομίζω πως δεν υπάρχει άλλος χώρος μέσα μου για μέτριους έρωτες κι άδειες νύχτες, υπογεγραμμένες από βασανιστικές αναμονές κι απραγματοποίητες προσμονές. Δεν έχω χρόνο να χαραμίζω για άλλα «αν» μήτε για «γιατί», δε θέλω πια να ξέρω πού γυρνάς κι αν κοιτάμε τα βράδια τα ίδια αστέρια, αν με σκέφτεσαι, αν κάποτε πίσω θα γυρίσεις ή αν έστω καταλάβεις τι σήμαινε για μένα να σε έχω. Ο θυμός ίσως κάποτε να φύγει, μα η απογοήτευση θα είναι εδώ να μου θυμίζει πως για ένα «τίποτα» έχασες τα «πάντα».

Μια ζωή και κάτι από τότε που τα «θέλω» μου πνίγηκαν από τα δικά σου «πρέπει» κι ακόμη τα θρηνώ, φαντάσου. Φταίμε όμως κι οι δυο- ποιον κοροϊδεύω; Στη μοναδική μου ανάγκη να μη μου τελειώσεις ποτέ, έβλεπα την ίδια επώδυνη σκηνή ξανά και ξανά- τι τραγελαφικό! Μάλλον η παράσταση έχασε την παράταση κι αντί για χειροκρότημα, είπαμε αντίο.

Συντάκτης: Σταυρίνα Τσατσανίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου