Παντού σκοτάδι. Η ζωή σου γίνεται ολοένα και πιο βαρετή, ολοένα και πιο ανούσια. Η απάθεια το πιο δυνατό σου συναίσθημα κι η ρουτίνα η πιο καλή σου φίλη. Κανένας άνθρωπος δεν είναι αρκετά ενδιαφέρων για να κερδίσει τον χρόνο σου και κανένα δευτερόλεπτο δεν είναι αρκετά ουσιαστικό για να το σπαταλήσεις αναλόγως. Κι όλα αυτά σε συνδυασμό με την έλλειψη παρακίνησης είναι μια τρομερά επιτυχημένη συνταγή για την κατάθλιψη.

Κάποιοι συγχέουν τη μοναχικότητα με την κατάθλιψη. Πολλοί νομίζουν πως η κατάθλιψη είναι κατάρα. Μα η μοναχικότητα διαφέρει πολύ απ’ την κατάθλιψη. Η μοναχικότητα είναι ένα δώρο. Δεν πιστεύω πως κάποιος μπορεί να γνωρίσει τον εαυτό του μέσα στην οχλαγωγία, διασκεδάζοντας ή ζώντας μια έντονη, γεμάτη θόρυβο, ζωή. Είναι οι στιγμές που μένουμε μόνοι μας που όλα φαίνονται πιο έντονα. Είναι οι μοναχικές μας στιγμές που μας βοηθούν να βρούμε τον εαυτό μας.

Κλεινόμαστε, λοιπόν, στο σπίτι, βάζουμε το ραδιόφωνο να παίζει σιγανά και κοιτάμε το άπειρο, με αυτό το βλέμμα του τρελού ή του απελπισμένου. Προσπαθούμε να σκεφτούμε όλα εκείνα που μας έφεραν εδώ, όλους τους ανθρώπους που δεν έχουμε πια στη ζωή μας, είτε από επιλογή είτε απ’ το αποτέλεσμα των παράξενων παιχνιδιών της ζωής μας. Έχουμε ανάγκη από αλλαγή κι η δυσαρέσκεια για την παρούσα κατάσταση γίνεται αφόρητη. Και τότε συμβαίνει η μαγεία.

Ένα τραγούδι, που δεν είχαμε ακούσει ποτέ ξανά –­ή που ακούσαμε, αλλά ήμασταν αρκετά απασχολημένοι ώστε να μην το προσέξουμε–­ ξεκινάει να παίζει στο ραδιόφωνο. Οι στίχοι του είναι η απόλυτη περιγραφή της κατάστασής μας, τόσο που για μια στιγμή νομίζουμε ότι κάποιος μας παρακολουθεί. Η μελωδία του έχει τον ίδιο ρυθμό με εκείνο του λυγμού μας τις ώρες που μην μπορώντας να καταπιέσουμε άλλο τα συναισθήματά μας, κλαίμε. Οι απαντήσεις που ψάχνουμε τόσο καιρό, είναι σχεδόν κρυμμένες μέσα σε ένα κουπλέ κι ένα ρεφρέν. Κι όλα αποκτούν νόημα.

Κλείνουμε το ραδιόφωνο κι ανάβουμε την τηλεόραση. Πέφτουμε πάνω σε μια παλιά ταινία, που ίσως κάποιος μας πρότεινε κάποτε, μα που δε βρήκαμε ως τώρα τον χρόνο να την δούμε. Ο πρωταγωνιστής, ως διά μαγείας, είμαστε εμείς κι όλοι οι υπόλοιποι συνθέτουν τους ανθρώπους της ζωής μας. Τόσο παράξενα όμορφα. Τόσο ανεξήγητα ρεαλιστικά. Οι απαντήσεις που ψάχνουμε τόσο καιρό είναι εκεί. Το φως, που μπορεί να νικήσει το σκοτάδι, σιγά-σιγά ξεπροβάλει.

Κλείνουμε την τηλεόραση κι ανοίγουμε ένα βιβλίο που δε θυμόμασταν καν πως υπήρχε στη βιβλιοθήκη μας. Ένας τίτλος σχεδόν γνωστός, που κάποτε ακούσαμε, μα που ποτέ δε δώσαμε σημασία. Ταυτιζόμαστε, κλαίμε, χαμογελάμε κι είναι σαν να ζούμε μέσα σε αυτό ή σαν ο συγγραφέας του να έγραψε κάποτε τη βιογραφία μας. Το φως μπορεί να νικήσει το σκοτάδι, ακόμα κι αν δεν είναι πολύ έντονο.

Υπάρχει πάντα μια σανίδα σωτηρίας για να παρακινηθούμε αρκετά ώστε να ζήσουμε τη ζωή που θα θέλαμε και που μας αξίζει. Είναι οι μοναχικές μας στιγμές εκείνες που θα μας δώσουν την απάντηση. Όλα υπήρχαν πάντοτε εκεί έξω και περίμεναν εμάς να τα δούμε και να τα ακούσουμε. Η αλλαγή γίνεται στιγμιαία. Αυτό που μας παίρνει χρόνο είναι η απόφαση που πρέπει να πάρουμε ώστε να αφήσουμε την αλλαγή να έρθει.

Η απόφαση να ανοίξουμε τα μάτια μας και να δούμε την ουσία σε ένα βιβλίο ή μια ταινία. Η απόφαση να ανοίξουμε τα αφτιά μας ώστε να ακούσουμε τους στίχους και τη μελωδία ενός τραγουδιού καθαρά. Τότε είναι που βλέπουμε φως. Τότε είναι που η μαγεία συμβαίνει…

Συντάκτης: Ιωάννης Χανδράκης
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη