Βλέπεις ταινίες που έχουν γυριστεί εβδομήντα χρόνια πριν, βλέπεις και ταινίες που έχουν γυριστεί πέρυσι. Διαβάζεις βιβλία γραμμένα αιώνες πριν, διαβάζεις και εφημερίδα χθεσινή. Μέσα στις -όπως είναι φυσικό– τεράστιες διαφορές, υπάρχει ένα κοινό στοιχείο. Όποτε κι αν δημιουργήθηκαν, όλα μιλάνε για την κατιούσα της κοινωνίας, ακόμα κι αν η κοινωνία έχει αλλάξει εκατοντάδες πρόσωπα από τότε μέχρι τώρα. Κι είναι γεγονός ότι κανείς τελικά δεν έζησε σε μια σωστή κοινωνία, αφού όσο και να κοιτάξεις προς τα πίσω δε θα βρεις εκείνο το σημείο που η κατηφόρα ήταν ακόμη ανηφόρα.

Όλη αυτή η μαυρίλα σε κάνει κάποια στιγμή να απελπίζεσαι, να παύεις να θες να κάνεις κάτι καλύτερο, να υποτάσσεσαι στο status quo της εποχής στην οποία ζεις. Και φυσικό επόμενο είναι να γίνεσαι αναίσθητος απέναντι σε όσα ακούς και κάποτε θα σε ενοχλούσαν, γίνεσαι παθητικός σε μια ηττοπάθεια του «ποιος είμαι εγώ να κάνω κάτι;». Όσο παθητικός κι αν είσαι, όμως, έρχεται αυτή η μικρή κουβέντα, που είναι η περόνη που θα απελευθερώσει και πάλι το συναίσθημα της αγανάκτησης και η γλώσσα σου θα αρχίσει πάλι να προηγείται του νου σου.

«Είμαι αρσενικό παλιάς κοπής, δε δέχομαι όχι». Θυμήθηκα που μερικά χρόνια πριν είχα κάνει ένα κείμενο για τους άντρες παλιάς κοπής, ένα κείμενο-ύμνο στην εργατικότητα, τον ιπποτισμό και την ευγένεια του άντρα εκείνου που είχαν φροντίσει να τού εμπνεύσουν πριν ακόμη μάθει το αλφάβητο, όντας εργάτης και κουβαλητής από παιδί. Ενός άντρα που σέβεται και προσέχει πιο πολύ κι από τη ζωή του το σύντροφό του, τη μάνα του, τα παιδιά του. Έναν άντρα που έζησε και δημιούργησε σε μια εποχή που εμείς ίσως να μην καταφέρναμε καν να επιβιώσουμε.

Και έρχεται πόσα χρόνια μετά ένας περίγελος, να καπηλευθεί αυτή την ταυτότητα και να τη χρησιμοποιήσει για να δικαιολογήσει τη δια της βίας ερωτική του προσέγγιση σε μια γυναίκα πάνω στην οποία είχε οποιασδήποτε μορφής εξουσία. Για το αν θα τιμωρηθεί ή όχι, δεν είναι δική μας δουλειά να αποφασίσουμε, αλλά της δικαιοσύνης. Για το αν είναι ένοχος ή όχι, έχει ήδη απαντήσει καταφατικά. Και πολύ πριν τον κρίνει η δικαιοσύνη, τον έχουμε κρίνει όλοι εμείς, όπως και τα θύματά του.

Είναι όμως κι εκείνη η λεπτομέρεια, που εκεί αξίζει να σταθείς όσο θα σταθείς και σε όλα τα υπόλοιπα. Δεν είναι μια κουβέντα, δεν είναι μια δικαιολογία. Είναι το θράσος να τολμά να σού κουνά το δάχτυλο και με το «εγώ είμαι παλιάς κοπής αρσενικό» να κρίνει έμμεσα εσένα, το «νέας κοπής», σαν να είσαι κάτι υποδεέστερο, σαν να είσαι εσύ το λάθος κι αυτός το σωστό, σαν να σου λέει ότι το «νέας κοπής» είναι λιγότερο αρσενικό από το «παλαιάς» κι ότι από την εκβιαστική συμπεριφορά και τη σαδιστική εξάντληση κάθε ανεκτικότητας του άλλου προσδιορίζεται το αν ανήκεις στους μεν ή στους δε.

 

 

Κι όλα αυτά γιατί είναι αυτός με την προβολή, αυτός που όλοι ξέρουν ποιος είναι όταν περιμένει στο φανάρι. Είναι αυτός που έχει βρεθεί σε θέσεις ευθύνης με κόσμο από κάτω του στην ιεραρχία. Είναι αυτός που δουλεύει στο σπίτι κι «έχει την τσέπη» να αποφασίσει για το τι γίνεται και τι όχι μέσα σε αυτό. Είναι ο σωματώδης μαθητής που αν απλώσει χέρι θα σακατέψει τον αδύναμο συμμαθητή του. Είναι αυτός που επενδύει στην ενοχή και το φόβο του άλλου για να μη μιλήσει, να μην αντιδράσει, είναι αυτός που βρίσκει τον τρόπο να σε πείσει ότι αυτό που είσαι θα εξαρτηθεί από αυτόν κι ότι αν απευθυνθείς οπουδήποτε αλλού είναι βέβαιο ότι θα απορριφθείς. Αυτός που σε κάθε του συζήτηση θέλει να έχει απέναντί του την κακοποιημένη σύζυγο, ή το παιδάκι που δέχεται μπούλινγκ, ή τον φτωχό μετανάστη που δεν έχει να φάει και κρέμεται από αυτόν και μόνο.

Θέλει να μάς πει ότι ο πατέρας μου που έφαγε τα ζωή του στα πυρωμένα σίδερα και βολόδερνε στις πιο μακρινές θάλασσες μέσα σε ένα μεταλλικό τάφο, αλλά στη μάνα μου δεν έχει σηκώσει ποτέ ούτε τη φωνή του, είναι λιγότερο αρσενικό. Θέλει να μάς πει ότι ο παππούς μου που έφαγε έναν παγκόσμιο, έναν εμφύλιο και μια δικτατορία στα βουνά και στις πέτρες αλλά έτρεχε με τα πόδια να βρει φιάλες με αίμα για τη γιαγιά μου κι έκλαιγε πάνω στην παλάμη της όταν πέθαινε στα χέρια του είναι λιγότερο άντρας από αυτόν. Θέλει να μάς πείσει ότι όλοι εμείς που το «όχι» μιας γυναίκας είναι η κόκκινη γραμμή στην οποία χαμηλώνουμε το κεφάλι και δεν τής ξανα απευθυνόμαστε, είμαστε λιγότερο άντρες. Θέλει να μάς πει ότι όσοι έχουμε υπαλλήλους στους οποίους μιλάμε με τον ίδιο σεβασμό που θα μιλούσαμε στον πελάτη μας, είμαστε λιγότερο αρσενικά, είμαστε πιο μαλθακοί, λιγότερο αποτελεσματικοί. Θέλει να μάς πει ότι ο βιαστής είναι καλύτερος από όλους εμάς τους υπόλοιπους.

Την «κάθαρση» τη φαντάζομαι σαν το οικιακό ξεσαβούρωμα. Μια μεγάλη σακούλα, στην οποία πετιούνται όσα δε θες να έχεις μέσα στο σπίτι σου, τη μικρή σου «κοινωνία». Και μέσα σε αυτή τη σακούλα θα ήθελα να φαντάζομαι και τέτοιες «αντρούκλες», μαζί με κακοποιητές ζώων, μπούληδες, φασίστες και βιαστές. Γιατί το να ζήσουμε σε μια κοινωνία τέλεια το θεωρώ ουτοπία, το να σεβαστούμε όμως τη γυναίκα, που είναι αυτή που μας φέρνει στον κόσμο και μας αναθρέψει, δεν είναι ουτοπία αλλά νόμος της ύπαρξής μας. Κι αν δε συμφωνείς με μένα, ψάξε να δεις αν υπάρχει έστω κι ένα αρσενικό ζώο πλην του ανθρώπου που να βιάζει το θηλυκό.

Μια ρωσική παροιμία λέει ότι η οδός των πονηρών είναι σαν το σκοτάδι. Δεν ξέρουν τι τους κάνει να σκοντάφτουν. Κι εδώ όλοι αυτοί άρχισαν να σκοντάφτουν για τον απλούστατο λόγο ότι μια φωνή μπορεί να είναι η σταγόνα στον ωκεανό. Εκατοντάδες ή χιλιάδες φωνές όμως είναι ο ωκεανός. Και ο σεβασμός στην αυτοδιάθεση και την αξιοπρέπεια είναι που σε κάνει άνθρωπο κι άξιο να λαμβάνεις τον ίδιο σεβασμό με αυτόν που δείχνεις. Το κατάλαβες αντρούκλα;

 

Συντάκτης: Αλέξης Φαραντούρης
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου