Δεν τις μπορώ τις τυχαίες συναντήσεις. Όχι τις γιαλαντζί τυχαίες, που βλέπεις το τσεκ ιν του προσώπου και κατά τύχη κάθεσαι στο ίδιο μαγαζί γιατί η μοίρα σας ρίχνει μονίμως τον έναν πάνω στον άλλο. Τις άλλες, τις πραγματικά τυχαίες. Που δεν έχεις καμία όρεξη να δεις τη φάτσα του άλλου, που τον αποφεύγεις για να μην υπάρξουν δυσάρεστες καταστάσεις και ξεπροβάλλει μπροστά σου χωρίς καμία απολύτως προειδοποίηση.

Κάπως έτσι έπεσα πάνω σου και το χαμόγελο σκάλωσε. Μη φανταστείς ότι μου έμεινες απωθημένο. Με τέτοιους ανθρώπους δε θέλω να ‘χω πάρε δώσε. Απλώς έχεις φερθεί τόσο σκάρτα που ούτε το βλέμμα μου δε θέλω να σου χαλαλίζω.

Σε έβαλα στο σπίτι μου. Σε θέματα δικά σου, οικογενειακά, προσωπικά, επαγγελματικά ήμουν πάντα εκεί, με μια κούπα καφέ στο χέρι και μια συμβουλή ή κάποιο αστειάκι στο στόμα. Ήξερα πράγματα για σένα που δεν ήξερε κανείς. Μόνος σου έλεγες ότι δεν τολμάς να τα πεις ούτε στους πιο κολλητούς σου. Στο δικό μου σπίτι ερχόσουν και πατούσες τα κλάματα, ενώ έξω έκανες τον καραγκιόζη –ίσως και να ήσουν τελικά.

Ήσουν ο άνθρωπος που είχα επαφή κάθε μέρα, σχεδόν όλη μέρα για ενάμιση χρόνο. Δέκα τηλέφωνα τη μέρα για μαλακίες, γιατί είδες κάτι και με σκέφτηκες, γιατί είχα τις σημειώσεις που ήθελες, γιατί ήσουν κάτω απ’ το σπίτι μου και μπορούσες ν’ ανέβεις. Οι παρέες μας κοινές και όλοι μας περνούσαν για ζευγάρι, όταν δηλώναμε κολλητοί. Εκείνοι έβλεπαν μπροστά κι εμείς εθελοτυφλούσαμε.

Δε σου ζήτησα ποτέ τίποτα και δεν ήσουν ποτέ εδώ για μένα. Ούτε όταν οι δικοί μου γονείς είχαν θέματα υγείας, ούτε όταν για πρώτη φορά σου ανοίχτηκα και είπα πώς νιώθω. Με τοίχο είχα να κάνω ξαφνικά, ενώ ως τότε νόμιζα πως το νοιάξιμο ήταν αμοιβαίο. Σε άφηνα να μου ζητάς τα πάντα, δεν έθετα όρια, νόμιζα πως είσαι ανώριμος και δεν καταλαβαίνεις.

Μόνο που τελικά καταλάβαινες και μάλιστα πολύ καλύτερα από μένα. Η χαζή της υπόθεσης ήμουν ξεκάθαρα εγώ. Εκμεταλλευτής απ’ τους λίγους ήσουν και το έκανες με τέτοια τέχνη που τους ξεγέλασες όλους. Οι κοινές μας παρέες απέκτησαν ξαφνικά άλλη γνώμη για μένα κι εγώ αρνήθηκα να υπερασπιστώ τον εαυτό μου σ’ όποιον τύχαινε να πάρει τη μεριά σου γιατί θεωρώ ανούσια τα λαϊκά δικαστήρια, γαμώ την ανωτερότητά μου.

Τα ψέματα που μου είπες εσύ, δεν τα ‘χω ακούσει από κανέναν άλλον και θα ‘πρεπε να ντρέπεσαι γι’ αυτό. Θα ‘πρεπε να ντρέπεσαι που μου έκρυψες ότι είχες κοπέλα, θα ‘πρεπε να ντρέπεσαι που ακόμα και τα ξημερώματα που ήρθες ν’ απολογηθείς μου είπες ότι σε ξέρω καλύτερα από εκείνη. Που έκλαιγες και ζητούσες συγγνώμη λέγοντας πως σου έχω φερθεί καλύτερα απ’ τον καθένα, ενώ εσύ μου φέρθηκες τόσο σκάρτα. Που με έβγαλες τρελή και φταίχτρα, ενώ ξέρουμε πολύ καλά ποιος ήταν ο απαράδεκτος της υπόθεσης.  

Δεν έχω αποφασίσει ακόμα αν είσαι μαλάκας ή ψεύτης. Όταν αναγνωρίζεις ότι ο άλλος σου έχει σταθεί τόσο και δηλώνεις ότι είναι από τα πιο σημαντικά άτομα της ζωής σου, είσαι τουλάχιστον μαλάκας για να του φέρεσαι έτσι. Ή είσαι ψεύτης γιατί δεν εννοείς τίποτα απ’ αυτά που λες. Μπορεί να ήσουν και τα δύο τελικά.

Το χειρότερο όλων όμως, ήταν που με έκανες να νιώσω ηλίθια. Μ’ έκανες να νιώσω χαζή που ήμουν πάντα εκεί, που σ’ εμπιστεύτηκα, που σου μίλησα για την οικογένειά μου, που «όχι» δε σου είπα ποτέ. Που σε θεωρούσα μέσα στους πέντε πιο κοντινούς μου ανθρώπους. Μ’ έκανες να νιώσω χαζή κι αυτό δεν το επιτρέπω σε κανέναν. Με έχω αρκετά ψηλά για να σου επιτρέψω να με ξεφτιλίσεις κατ’ αυτόν τον τρόπο. Να περνάς καλά, αλλά να μένεις μακριά μου.

Συντάκτης: Σοφία Καλπαζίδου