Έρχεται η στιγμή που ξυπνάς ένα πρωί και συνειδητοποιείς, ότι αυτός ο ηλικιακός εφιάλτης που στη λήγουσά του πρόσθεσε τα «-άντα» είναι ο χειρότερος εφιάλτης σου. Τι κι αν ο ιδρώτας στάζει μέσα στον ύπνο σου και μετά βίας προσπαθείς να σύρεις το κορμί σου ως την καφετιέρα, ακόμα μέσα σου νιώθεις παιδί. Εντάξει. Ίσως, ένα κουρασμένο παιδί.

Ανοίγεις την τηλεόραση και χαζεύεις, μέχρι να αποκτήσεις επαφή με το περιβάλλον, όλα εκείνα τα νέα που τρέχουν πιο μπροστά απ’ εσένα. Εκείνα που λίγο ή πολύ καθορίζουν και τις κουβέντες σου μέσα στην καθημερινότητά σου.

Κι εκεί που σκέφτεσαι ότι κολυμπάς μέσα στην οικονομική κρίση, την ίδια στιγμή αναπολείς εκείνα τα μπουγελώματα μετά το τέλος των πανελλαδικών εξετάσεων. Και να σου τα νεύρα ξαφνικά. Και τότε είχες νεύρα, αλλά λίγο διαφορετικά.

Περισσότερο τσατίλα και σπάσιμο ήτανε. Εκείνη η γλυκιά πλέον αντιδραστικότητα, που έρχεται να σου θυμίσει ότι τελικά στη ζωή όλα είναι ένας τροχός που απλά κυλάει, με την ιστορία να επαναλαμβάνεται. Το μόνο που αλλάζει είναι οι αντιδράσεις σου. Ή καλύτερα, η αντίληψή σου. Κοινώς μεγαλώνεις, ωριμάζεις και γίνεσαι λίγο πιο παράξενος.

Ντύνεσαι βιαστικά. Με τον καφέ στο χέρι και την τσάντα στον ώμο, προσπαθείς να κλειδώσεις την πόρτα. Κι η προσπάθειά σου, σκοντάφτει με τον ένοικο του διπλανού διαμερίσματος. Γυρίζεις το κεφάλι μ’ εκείνο το βλέμμα δηλητήριο και καταλαβαίνεις ότι μάλλον θα τη βγάλει στην εξώπορτα, απ’ το μεθύσι, μέχρι να γυρίσεις. Το ίδιο επίμονα σε κοιτάει κι αυτός, μέσα στην απελπισία του, μέχρι να βρει την κλειδαρότρυπα. Κι εκεί που σκέφτεσαι πως μυαλό δεν έχει αυτή η νεολαία, την ίδια στιγμή χαμογελάς γιατί θυμάσαι.

Θυμάσαι εκείνο το βλέμμα, που σε κοίταζε με το ίδιο επικριτικό ύφος που κοιτάς εσύ τώρα. Θυμάσαι που περίμενες να φέξει για να γυρίσεις σπίτι. Που αν δεν έβγαινε ο ήλιο δεν κοιμόσουν. Που ευχόσουν να μην υπάρχει κάποιος  πίσω απ’ την πόρτα  για να γκρινιάξει και να σου σπάσει περισσότερα τα νεύρα.

Κι αν τώρα έγινες μια άλλη Σταχτοπούτα, που μεταμορφώνεται μετά τις δώδεκα σε μια κουλουριασμένη φιγούρα με πιτζάμα, πάνω στον καναπέ κι ανάμεσα στα σκεπάσματα, τότε ήσουν party animal και χανόσουν μέσα στη νύχτα. Μάλωνες γιατί δεν ήθελες όρια και χρονοδιαγράμματα. Κι αν τώρα αναρωτιέσαι πώς γίνεται ο κόσμος να χάνει τον χρόνο του στα τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια, την ίδια στιγμή χάνεσαι ανάμεσα στα όνειρά σου και τα φρικτά τα ξυπνητήρια.

Εκεί που η μανούλα σου φώναζε να διαβάσεις για να προκόψεις. Να βρεις μία δουλειά για να ζήσεις, να συμμαζευτείς. Εκεί όπου χτυπούσες την πόρτα πίσω σου, σε καθετί που αφορούσε στο μέλλον σου κι ερχόταν σε σύγκρουση με το παρόν σου.

Αυτό το παρόν που σε βρίσκει μέσα σ’ ένα αστικό ή μετρό ή τραμ, ψάχνοντας απελπισμένα μία θέση να ρίξεις το κορμί σου. Αλλά πουθενά δε γίνεται τίποτα. Κι η ευγένεια σου γίνεται απαίτηση. Κι η παραχώρηση θα μπορούσε να είναι και μία μαχαιριά στην πλάτη. Απ’ εκείνες που έριχνες κι εσύ, όταν φορούσες τα Walkman στα αφτιά κι έπρεπε να κάνεις το καλό παιδί.

Καλό παιδί κι έξυπνο να βρεις, σου ευχόντουσαν. Έναν καλό γάμο κι οικογένεια με πολλά παιδιά. Η προίκα ήταν έτοιμη. Πανωσέντονα, κατωσέντονα και κάθε λογής σταυροβελονιά. Κι εσύ κουνούσες το κεφάλι. Μέχρι που έκοψες τις οικογενειακές συνεστιάσεις. Κι έφτασες, ακόμα και σήμερα, να ψάχνεις.

Με τα βιολογικά ρολόγια να χτυπάνε και να χάνεσαι ανάμεσα σε διαφορετικές ευχές. Σ’ εκείνες που ακούνε πλέον στα «λεφτά» αισθήματα και σ’ εκείνα τα ράφια που δεν πρόκειται να αδειάσουν. Σ’ εκείνα τα «να ζήσετε», που τελικά αντήχησαν μαζί μ’ εκείνα τα γλυκά τα κλάματα μέσα στη νύχτα.

Εκείνα τα παιδικά τα πάρτι, που τα απέφευγες γιατί επέλεγες τα δικά σου. Με μπίρες και μουσική στη διαπασών και τα νεύρα του γείτονα στο κόκκινο. Να σείονται τα πατώματα και να φωνάζουν τα ντουβάρια απ’ το σκουπόξυλο. Με κηρύγματά και κουδούνια να χτυπάνε τα μηνίγγια σου. Αλλά εσύ τίποτα.

Και να σου ξαφνικά που έρχονται στο μυαλό σου εκείνες οι αλησμόνητες εποχές του 1994 με το νόμο του Παπαθεμελή. Μ’ εσένα να σε βρίσκει με μία σκούπα στο χέρι και το κινητό ανά χείρας, για άμεση βοήθεια.

Πώς αλλάζουν, πραγματικά, έτσι οι εποχές; Πόσα πράγματα, σου την έσπαγαν, που τώρα έχουν γίνει η πραγματικότητά σου; Πολλά. Κι αλλά τόσα που θα βρεθούν μπροστά σου που σίγουρα έχεις ξεχάσει. Ή καλύτερα, δε θέλεις να θυμάσαι.

Συντάκτης: Αναστάσιος Καλλίας
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη