Σάββατο βράδυ στο κέντρο της πόλης. Μα τι σκεφτόσουν; Όλα τα μέρη που υπάρχουν στη γύρω περιοχή είναι γεμάτα σε βαθμό σαρδελοποίησης κι ακόμα κι αν τα καταφέρεις και μπεις μέσα είναι πάρα πολύ αμφίβολο αν θα καταφέρεις να συντηρήσεις μερικά κυβικά εκατοστά προσωπικού χώρου γύρω σου. Λίγο τα γρήγορα φωτορυθμικά που σε ζαλίζουν, λίγο η αποπνικτική ζέστη του κόσμου λες και παίρνεις το λεωφορείο της πανεπιστημιούπολης σε ώρα αιχμής, κάνουν την προσπάθεια να βρεις κάπου να χωθείς κι εσύ όλο και λιγότερο ελκυστική.

Άσε την τσιγαρίλα που κολλάει παντού και τα ρούχα θα κάνουν καμιά βδομάδα να ξεμυρίσουν. Η φασαρία των εκατοντάδων φωνών των θαμώνων που ακούγεται ταυτόχρονα με την ήδη εκκωφαντική μουσική καθιστούν εκ των προτέρων χαμένη κάθε προσπάθειά σου να ουρλιάξεις μια φράση στους φίλους σου και να ακουστείς.

Ξέρεις κάτι; Δεν είσαι υποχρεωμένος να κάνεις ότι διασκεδάζεις έτσι, επειδή οι περισσότεροι περνούν καλά. Τι βγαίνει από αυτές τις βραδιές εκτός από μια στεντόρεια σιωπή, μόλις τ’ αφτιά σου γυρίζουν πίσω στους φυσιολογικούς ήχους, κι έναν γρατσουνισμένο απ’ τα ποτά, τους καπνούς και τις φωνές λαιμό; Αλλά κι αν ακόμα περνάς καλά και ξεδίνεις έτσι, σκέφτηκες ποτέ ότι μπορεί να περάσεις την πιο υπέροχη βραδιά του κόσμου έξω από τα μπαρ και τα κλαμπ του κέντρου της πόλης;

Αν, λοιπόν, σου τύχει να μη χωράς να μπεις πουθενά γιατί άργησες ή αν απλώς δε σ’ αρέσει να είσαι ταυτόχρονα με άλλους εξήντα ανθρώπους στο ίδιο μισό τετραγωνικό μέτρο, θυμήσου ότι οι πιο υπέροχες βραδιές είναι αυτές που δεν τις είχαμε κανονίσει από πριν. Αυτές που θυμόμαστε ακόμα γελώντας απλώς και μόνο γιατί ήμασταν με τους καλύτερούς μας φίλους και μπορούσαμε να φαινόμαστε, μαζί τους, όσο τρελοί είμαστε στην πραγματικότητα. Κι ας μην έγινε αυτό στο πιο ιν μέρος της πόλης, αλλά σε ένα απλό παγκάκι στο πεζοδρόμιο της λεωφόρου, στα μπλόκια του λιμανιού ή στον πεζόδρομο πάνω απ’ την παραλία.

Σκέψου μια βραδιά να καταλήξεις να σεργιανίσεις με τους πιο καλούς σου φίλους τα σοκάκια της πόλης, με τις πολυκατοικίες να υψώνονται γύρω-γύρω και τις απέναντι ταράτσες τους να δίνουν την εντύπωση ότι σχεδόν αγγίζονται. Ή να περπατήσεις όλη τη βόλτα που τη βρέχει η θάλασσα και κάθε τόσο σου ‘ρχονται οι αλμυρές σταγόνες στα μάγουλα και στα χείλια. Να περπατάς χοροπηδηχτά με την παρέα σου και να ’στε όλοι τυλιγμένοι στα μπουφάν και τα κασκόλ χωρίς να νοιάζει κανέναν αν και ποιος θα σας δει ή θα σας ακούσει.

Μπορεί, τελικά, να θελήσετε να βρείτε ένα μέρος να κάτσετε κι εσείς, σαν φυσιολογικοί άνθρωποι. Αποκλείεται όμως να μην πάθεις έστω και μια φορά αυτό που εμένα μου συμβαίνει συνέχεια. Αφού το ένα μέρος μου ξινίζει και το άλλο μου βρομάει, αφού στο τρίτο δε χωράω συνήθως ούτε το πόδι μου να βάλω πιο μέσα απ’ την πόρτα, καταλήγω κάπου με το ζόρι και για χάρη των υπολοίπων. Υπάρχουν όμως κι αυτές οι φορές που καταλήγεις στον πιο σίγουρο και σύντομο προορισμό. Στο περίπτερο. Το μόνο ανοιχτό σε μια κατά τα άλλα έρημη πλατεία, με το ψυγείο του γεμάτο μπίρες.

Με περιπτερόμπιρες, λοιπόν, και τσουγκρίζοντας τους λαιμούς των μπουκαλιών, τα αδειάζουμε σιγά-σιγά, περπατώντας και χαζογελώντας ή μπορεί και να προτιμήσουμε να κάτσουμε σε κανένα παγκάκι, πεζούλι ή και στάση λεωφορείου.

Είναι γεγονός ότι με τους φίλους σου -κι ειδικά με τους πιο κολλητούς- μπορείς να πεις ό,τι χαζομάρα μπορείς να φανταστείς κι ό,τι σου έρθει εκείνη τη στιγμή στο μυαλό. Μπορείς να κάνεις τον κλόουν απλώς και μόνο επειδή μπορείς κι αυτοί, αντί να σε παρεξηγήσουν, θα κάνουν τα ίδια και χειρότερα και τα γέλια σας ακούγονται παντού τριγύρω, κάνοντας όποιον σας ακούει να αναρωτιέται τι στο καλό πίνετε.

Όσοι τύχει να περνούν από κει και σας δουν, δυο κολλητάρια με τα μπουφάν κουμπωμένα ως το λαιμό, από ένα μπουκάλι μπίρα στο χέρι που γελάνε σαν φώκιες που χτυπιούνται, θα σας περάσουν τουλάχιστον για μεθυσμένους κι οι ταξιτζήδες θα σας κοιτούν περιφρονητικά, ευχόμενοι να μην τους σταματήσετε. Αλλά ποιος νοιάζεται; Τι πιο ωραίο απ’ το να γίνεσαι ρεζίλι μαζί με τους φίλους σου!

Γυρνώντας σπίτι, εκτός του ότι έχεις ξοδέψει πολύ λιγότερα χρήματα, τα μάγουλά σου είναι κατακόκκινα απ’ τον νυχτερινό αέρα κι είσαι γεμάτος από αυτήν την παράξενη ευτυχία του να περνάς μοναδικά που σε γεμίζει μέχρι τ’αφτιά και κρατάει για όλη την επόμενη μέρα.

Αυτές οι βραδιές, αυτά τα γέλια και τα ρεζίλια, αυτά τα σαρδάμ και τα αστεία είναι που θα μείνουν. Θα τα καταλαβαίνετε μόνο εσύ κι οι κολλητοί σου και θα θυμάστε πώς είναι τα γέλια σας να αντηχούν στους άδειους δρόμους. Όταν οι άλλοι στριμώχνονταν μέσα, εσείς βγήκατε έξω και, τελικά, περάσατε πολύ καλύτερα από κάθε άλλη φορά.

Συντάκτης: Νεφέλη Αρδίττη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη