Δεν ξέρω τι θα ήμουνα χωρίς εσένα. Κι ας έκανες τις μεγαλύτερες ζημιές στο σπίτι, κι ας μάσησες φορτιστές, παπούτσια αγαπημένα και την τελευταία μπουκιά απ’ το φαΐ μου. Ποτέ δεν μπόρεσα να μη χαμογελάσω όταν καταλάβαινες πως η ζημιά που έκανες δεν έπρεπε να είχε γίνει. Γιατί εσύ ήσουν εκεί όταν όλοι οι άλλοι έφυγαν.

Η πρώτη μας γνωριμία αξέχαστη. Ματιά δε μου έριξες κι είχες το νου σου στο γάλα της μάνας σου. Ήσουν το πιο ανεξάρτητο κουταβάκι από όλη τη γέννα. Και ένιωσα μια χαρά στα μάτια των ιδιοκτητών όταν διάλεξα εσένα, αν και χρόνια μετά κατάλαβα πως εσύ διάλεξες εμένα. Τη μέρα που θα σε έφερνα σπίτι μας θυμάμαι όταν σου είπα «αποχαιρέτα την οικογένειά σου», κι εσύ μ’ αυτές τις μικροσκοπικές πατουσίτσες τους κατούρησες στο χαλί για να σε θυμούνται. Δεν έκλαψες ποτέ και λεπτό σαν να ένιωσες το μικρό μας δωμάτιο σπίτι σου από την αρχή.

Η συνέχεια λίγο χαοτική. Είχα ξεχάσει πώς είναι να έχεις ένα κουτάβι να εξερευνά τα πάντα γύρω του. Κι αυτή σου η ενέργεια απίστευτη. Δε σταματούσα να μαζεύω και να κρύβω πράγματα. Κινδυνεύσαμε να μείνουμε χωρίς χαρτί υγείας μιας και γούσταρες καθημερινά να το τραβάς σε όλο το διάδρομο για να θυμίζει χιονισμένο τοπίο. Για ένα αρκετά μεγάλο διάστημα το όνομα σου ήταν «Όχι» αφού μόνο αυτό ξεστόμιζα πριν από κάθε επερχόμενη ζημιά.

Κι όταν με κοιτούσες μ’ αυτό το ένοχο αγαπημένο σου βλέμμα το «Όχι» γινόταν μια τεράστια αγκαλιά να σε κλείσει. Και κάπως έτσι περνούσαν οι μέρες μέχρι που ξεκίνησες να μεγαλώνεις και να στρώνεις πια το δικό σου μοναδικό χαρακτήρα. Κατάφερες σε μια οικογένεια να είσαι ο σκύλος όλων. Να κρατάς συντροφιά με τις μικρές σου σκανταλιές στον πατέρα μου κάθε που βράδιαζε και καθόταν στην τηλεόραση. Να χαιρετάς με τα μεγαλύτερα άλματα τη μάνα μου κάθε που γυρνούσε κουρασμένη απ’ τη δουλειά και κυρίως ήσουν η μόνη ψυχούλα που με έκανε να χαμογελώ.

Δε μιλάμε την ίδια γλώσσα όμως απ’ την πρώτη στιγμή που με είδες να κλαίω κάτι σε έκανε να παραμερίσεις τη ζωντάνια σου και να είσαι δίπλα μου υπομονετικά. Δεν ξεκόλλαγες από πάνω μου κι έβλεπα τη θλίψη σου κάθε που ένιωθες τη συννεφιά μέσα μου. Κάθε μέρα με κοίταγες και περίμενες την καθιερωμένη μας βόλτα, μα καταλάβαινες πως δεν μπορούσα ακόμα να βγω απ’ το σπίτι. Κι όταν έγινε αυτό εσύ ήσουνα δίπλα μου και με κοιτούσες σαν να μου έλεγες το κεφάλι ψηλά και λίγο ακόμη έμεινε.

Μαζί τα Σαββατοκύριακα τραβούσαμε μόνες στις εκδρομές μας. Δε χρειαζόμουν ποτέ καλύτερη παρέα από σένα. Το μόνο που ήθελες ήταν ανοιχτό το παράθυρο για να βεβαιωθείς ότι όντως ήταν εκδρομή και όχι μια ύπουλη επίσκεψη στον κτηνίατρο για εμβόλιο. Μαζί σιγά-σιγά σταθήκαμε στα πόδια μας. Κι ας μην είχες μιλιά να μιλήσεις, είπες τα μεγαλύτερα λόγια με τις πράξεις σου. Γιατί με έκανες να καταλάβω πως τα λόγια δεν έχουν καμία απολύτως αξία αλλά οι πράξεις. Και κάπως έτσι μαζί με σένα αποχαιρετήσαμε οτιδήποτε ήταν στη ζωή μου με λόγια. Και μόνο που είχα εσένα ήταν πάντα αρκετό για μένα.

Ξέρω πως στη ζωή μου θα είσαι για λίγα χρόνια. Ξέρω πως κάποια στιγμή θα πρέπει να σε αποχαιρετήσω γιατί εσύ θα γεράσεις νωρίτερα από μένα. Ήρθες στη ζωή μου στις πιο δύσκολές μου στιγμές και χωρίς εσένα δεν ξέρω πώς θα ήμουν. Μεταξύ μας, θα είμαι πάντα εκεί για σένα ακόμα κι όταν γίνεις γιαγιά, θα την κάνω εγώ τη ζημιά για σένα. Γιατί κανένα απ’ τα άψυχα πράγματα γύρω μου δεν έχει καμιά απολύτως αξία. Θα είσαι πάντα αυτή που δεν έφυγε κι αυτή που μ’ αγάπησε περισσότερο απ’ τον καθένα. Κι ας μη μύριζες πάντα όμορφα εγώ θα σ’ αγαπώ όπως εκείνη την πρώτη φορά που σε κράτησα στα χέρια μου και σου υποσχέθηκα να σε προσέχω για πάντα.

 

ΥΓ. Για την γλυκιά μου μικρή Sweet pea.

Συντάκτης: Χριστιάνα Παν
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή