«Μακάρι!». Προτάσεις που αρχίζουν έτσι και τελειώνουν με εκείνα τα «αχ» που έχουν πρόσωπο, αίσθηση, εικόνα, ευχή κι ανάμνηση, ανάγκη κι ελπίδα. Προτάσεις που αρχίζουν έτσι και δεν ολοκληρώνονται ποτέ, γιατί δεν υπάρχουν λέξεις για όλα τα όνειρα, όχι τουλάχιστον για εκείνα που δεν αφορούν υλικά αγαθά, αλλά ανθρώπους, στιγμές, χαμόγελα, για εκείνα που χωρούν την ευτυχία σε αγγίγματα, βλέμματα και συναισθήματα.

«Μακάρι» που δεν ειπώθηκαν ποτέ κι υποχώρησαν μπροστά στο φόβο του ανέφικτου, στο φόβο της φαντασιοπληξίας, μα η φωτιά τους δεν έσβησε. Έμεινε να σιγοκαίει σαν καντηλάκι στην άκρη του μυαλού που λέγεται ένστικτο, σε εκείνη την άκρη που ήξερε τι θα μου φέρει το μέλλον. Εσένα.

«Μακάρι» που παραδέχτηκα μέσα σε συζητήσεις στους φίλους μου κι άλλα που δεν παραδέχτηκα ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό, γιατί μάλλον δεν ήξερα ούτε αν μου πρέπει ούτε αν τα μπορώ. «Μακάρι» πίσω από στίχους τραγουδιών, πίσω από έστω και φαινομενικά ευτυχισμένα ζευγάρια περαστικών στο δρόμο που φανταζόμουν πως ήμασταν εγώ κι εσύ, εγώ όπως με ήξερα κι εσύ όπως ήλπιζα να σε γνωρίσω κάποτε.

Σε ήθελα προτού να σε γνωρίσω. Αυτή είναι η αλήθεια. Ήθελα όλα όσα είσαι πριν συνειδητοποιήσω πως υπάρχει κάποιος που πράγματι τα έχει. Ήθελα έναν άνθρωπο που να μη φοβάται το «νιώθω» και να μην σιγοψιθυρίζει το «θέλω», έναν άνθρωπο με όρεξη για ζωή, για έρωτα, για πάθος, έναν άνθρωπο που να ξυπνήσει στο μυαλό μου επιθυμίες και στο κορμί μου ανάγκες, έναν άνθρωπο που να ερωτευτεί την καλύτερη εκδοχή το εαυτού μου και να αγκαλιάσει τις ατέλειές μου.

Ήθελα έναν άνθρωπο για το λίγο ή το πολύ μου, για το όλο δικό του που φυλούσα για εκείνον και μόνο, έναν άνθρωπο που δε θα απαιτεί, αλλά θα εμπνέει, έναν άνθρωπο για να φέρουμε κάπου στη μέση τα λάθη μας και τα σωστά μας με γνώμονα την κοινή και την ατομική ευτυχία.

Ανάμεσα σε αυτά τα «μακάρι» βρέθηκαν πολλοί να μου υπενθυμίσουν πως δεν υπάρχει το τέλειο, πως αυτό που περιμένω δε θα ‘ρθει ποτέ. Μα δε μίλησα ποτέ για το τέλειο. Μίλησα απλά για εμάς. Για σένα που καμιά φορά φωνάζεις και για μένα που καμιά φορά κλαίω, για σένα που ίσως κακώς καταπνίγεις το δίκιο σου και για μένα που γκρινιάζω χωρίς λόγο, για σένα που επιμένεις πολύ και για μένα που απελπίζομαι εύκολα, για σένα που τρέμεις τη συνήθεια και για μένα που με τρομάζουν οι αλλαγές.

Κι όταν φωνάζεις τα «σ’αγαπώ» κι εγώ δακρύζω από χαρά; Όταν κάνεις πίσω απλά για με δεις να χαμογελάω κι όταν γκρινιάζω απλά για να σε πειράξω; Όταν επιμένεις πολύ γιατί με θες πολύ, κι όταν απελπίζομαι γιατί δε θέλω να σε χάσω; Όταν τρέμεις τη συνήθεια, γιατί δε θες να βαρεθούμε ποτέ κι όταν με τρομάζουν οι αλλαγές γιατί δε θέλω να αλλάξει αυτό που έχουμε σήμερα;

Κοίτα πως ακόμη και τα αρνητικά μας μας κρατούν μαζί. Κοίτα πως αυτά που δεν είναι τέλεια δεν μπορούν να μας χωρίσουν. Είμαστε δυο άνθρωποι με πολλές αδυναμίες, μα πάνω απ’ όλα δυο άνθρωποι με αδυναμία ο ένας στον άλλο. Κι αν δεν υπάρχει τέλειο, τότε αυτό είναι ό,τι πιο κοντά στο τέλειο έχω καταφέρει ποτέ να νιώσω.

Ήθελα τελικά άραγε πολλά; Όσα κι αν ήθελα, τώρα ξέρω πως βρήκα περισσότερα. Κι όσες λαχτάρες κι αν χωρούσαν τότε σε εκείνα τα «μακάρι», είναι ελάχιστες μπροστά σε αυτές που κρύβονται τώρα στα «επιτέλους». «Επιτέλους» μέσα σε λόγια ευγνωμοσύνης, βλέμματα πληρότητας και πράξεις λατρείας. «Επιτέλους που κλείνουν μοναχικά κεφάλαια για να ξεκινήσουν τώρα νέα, με καινούργια «μακάρι», με τη διαφορά πως αυτά τα «μακάρι» έχουν πρόσωπο και όνομα, έχουν εσένα. Έχουν εμάς.

 

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη