Λίγο οι τύψεις ότι δεν τους αφιερώνουμε όσο χρόνο θα ‘πρεπε, λίγο τα οικονομικά μας που δεν είναι και στα καλύτερά τους και σίγουρα η ανομολόγητη συμπάθεια που τρέφουμε για εκείνους και για τον ίσως ξεπερασμένο αλλά πάντα πετυχημένο τρόπο που ξέρουν να διασκεδάζουν, μας οδήγησαν και φέτος στις διακοπές μαζί τους.

Στο εξοχικό παραδοσιακά, στο ξενοδοχείο χαλαρωτικά, στο κάμπινγκ διαφορετικά. Σαν μια επανάληψη εκείνων των παιδικών μας καλοκαιριών που κοσμούν κορνίζες και κορνιζούλες σε διάφορες γωνιές του σπιτιού, με μια όμως εντελώς –ή όχι και τόσο εντελώς– διαφορετική οπτική.

Μαγιό, τσεκ. Σαγιονάρες, τσεκ. Κανένα απλό ρουχαλάκι –γιατί έξαλλη διασκέδαση δεν προβλέπεται–, τσεκ. Φορτιστής για τις ώρες κοινής βαρεμάρας, τσεκ. Γυαλιά ηλίου, τσεκ. Ζακέτα; Χωρίς ζακέτα δε θα ξεκινήσουμε ποτέ αυτό το ταξίδι ή απλώς θα το περάσουμε όλο με μια διαρκή υπενθύμιση για το πόσο άτακτα παιδιά –για το παιδιά μην παίρνετε κι όρκο– είμαστε ανέκαθεν.

Για τα υπόλοιπα, αντηλιακά, καπέλα και κάθε είδους προστατευτικό προϊόν, δεν αγχωνόμαστε. Ήμασταν, είμαστε και θα είμαστε για πάντα ο Γιαννάκης και το Μαράκι που τσαλαβουτούν χωρίς μπρατσάκια, κοντομάνικα μπλουζάκια κι ασβεστωμένα χέρια και πόδια κι ήταν, είναι και θα είναι ανέκαθεν οι Ελληνίδες μανούλες που θα ακούγονται σε όλο το μήκος της παραλίας κυνηγώντας μας.

Από αυτό το ταξίδι προσδοκούμε ξεκούραση, χωρίς ποτά, ξενύχτια κι άλλα παραστρατήματα, τεμπελιά, από αυτή που το χειμώνα θα νοσταλγήσουμε κι οικογενειακές στιγμές που ίσως σε λίγα χρόνια δε θα απολαμβάνουμε πια.

Αλλά επειδή είμαστε ρεαλιστές κι επειδή έχουμε ξαναπάει στα «εικοσιφεύγα» μας διακοπές με τη φαμίλια, αναμένουμε συζητήσεις που δε θα μας συμφέρουν και τόσο, για τα πτυχία που δεν έχουμε πάρει, για τις δουλειές που δεν έχουμε βρει ή διεκδικήσει, για το μέλλον που δεν έχουμε σκεφτεί και για το ράφι που μας περιμένει φρεσκοξεσκονισμένο. Και σίγουρα θα μας γίνουν οι γνωστές παρατηρήσεις για την πετσέτα που αφήσαμε βρεγμένη πάνω στο κρεβάτι μας, για την άμμο που δεν τινάξαμε απ’ τα πόδια μας και για το κινητό που έχει γίνει προέκταση του χεριού μας -τα γνωστά καταστροφικά μαραφέτια.

Υπάρχει, όμως, κάτι για το οποίο δε θα αλλάζαμε ποτέ αυτές τις διακοπές με τους γονείς μας και για το οποίο πάντα θα τις νοσταλγούμε. Οι γονείς μας ξέρουν να διασκεδάζουν! Όταν απαλλάσσονται απ’ τις έγνοιες της καθημερινότητας και τις κρίσης, μπορούν να πίνουν με τις ώρες δροσιστικά ουζάκια παίζοντας τάβλι, να ξενυχτούν περιγράφοντάς μας εκείνες τις δικές τους εποχές, να χορεύουν με κινήσεις ντίσκο τα δικά μας ποπ τραγούδια, να παίζουν αντάξια ρακέτες πλάι στους γραμμωμένους νεαρούς, να πηγαίνουν χαράματα για ψάρεμα, να ψήνουν κοψίδια και να ανακαλύπτουν κάθε μικρή και μεγάλη παραλία γυρνώντας όλη μέρα από μέρος σε μέρος.

Κι ακόμα κι αν εκείνα τα καλοκαίρια στις φωτογραφίες στο σαλόνι είναι πλέον πολύ θολά στη μνήμη μας, ξέρουμε πολύ καλά πως ανέκαθεν είχαμε τους πιο cool γονείς του κόσμου. Όσα κεράκια κι αν φορτώνουμε πια στην τούρτα μας, στις διακοπές με τους γονείς μας μπορούμε να είμαστε πάντα παιδιά. Θα χτίζουμε ασυναίσθητα πυργάκια  με κανένα ξεχασμένο πλαστικό ποτήρι ή θα σκάβουμε για να θαφτούμε κάτω απ’ την άμμο, θα ανεβαίνουμε στους ώμους του μπαμπά για να μας κάνει βουτιά ή για να παίξουμε κοκορομαχίες, θα κάνουμε κόντρες ποιος αντέχει πιο πολλή ώρα κάτω απ’ το νερό και θα τους κλέβουμε στα χαρτιά τα μεσημέρια μετά το φαγητό. Θα απολαμβάνουμε τα γνωστά μαμαδίστικα σαντουιτσάκια που δε λείπουν ποτέ απ’ το φορητό ψυγειάκι, θα κουτσομπολεύουμε τους περαστικούς και θα βγάζουμε αστείες σέλφι που δε θα σβήσουμε ποτέ απ’ το κινητό μας.

Τους αγαπάμε πολύ. Δεν υπάρχει «τους αγαπάμε περισσότερο». Υπάρχει «τους αγαπάμε πιο συνειδητοποιημένα». Όχι απλά γιατί είναι η μαμά κι ο μπαμπάς. Όχι απλά γιατί μας αρέσει που μας αγαπούν τόσο μοναδικά εκείνοι. Γιατί τους συμπαθούμε. Γιατί αν ήμασταν συνομήλικοι, θα θέλαμε να είμαστε φίλοι. Τις έχουμε ανάγκη αυτές τις διακοπές, γιατί μας ταξιδεύουν όχι σε μέρη, αλλά σε αισθήσεις που στη δική μας εποχή σπανίζουν. Και τις έχουν κι εκείνοι ανάγκη, γιατί τους παροτρύνουμε με τον τρόπο μας να παραμερίσουν τις σκοτούρες τους, να ξεπεράσουν τη σωματική τους κόπωση και να ξαναθυμηθούν μαζί μας τα νιάτα τους.

Ζακέτα τσεκ, λοιπόν. Και φύγαμε!

 

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη