Είμαστε άνθρωποι· αυτή μας η ιδιότητα φέρει μαζί της την άβυσσο της ψυχής μας. Υπάρχουν μέρες όμορφες· μέρες που με χαρά -συχνά περίσσια- γεμίζουμε δημιουργικά τον χρόνο μας. Έρχονται, όμως, και μέρες που ένα σκοτάδι αλλόκοτο μας κυκλώνει και νιώθουμε τόσο κενοί. Εκείνες τις μέρες μονάχα τα βιβλία μας μάς κάνουν παρέα, συνοδευόμενα με μία ή περισσότερες κούπες ζεστό καφέ.

Χανόμαστε στις ιστορίες που μας επιβάλλουν και παίρνουμε ζωντάνια εφήμερη, η οποία, ωστόσο, μας βοηθά να επιβιώνουμε. Βλέπουμε κομμάτια του εαυτού μας να ενυπάρχουν στους ήρωες των βιβλίων -ταυτιζόμαστε μαζί τους- κι ύστερα το σκοτάδι φαντάζει περισσότερο ελκυστικό. Διότι νιώθουμε ότι δεν είμαστε εντελώς μόνοι· το αίσθημα της έντονης μοναξιάς εξαλείφεται σταδιακά και παίρνουμε ελπίδα, προσμένοντας την άφιξη καλύτερων ημερών.

Ο ζεστός καφές μαλακώνει την ψυχή μας. Ζεσταίνει το «είναι» μας και μας επιτρέπει να χαλαρώσουμε. Το αλκοόλ λειτουργεί, μέσες άκρες, με τον ίδιο τρόπο, ωστόσο μας αποπροσανατολίζει κι ως εκ τούτου δε μας επιτρέπει να διαχειριστούμε τα εσωτερικά μας ζητήματα. Οι κούπες του καφέ, που αδειάζουν και γεμίζουν διαρκώς, ξεπλένουν τις πιο σκοτεινές μας σκέψεις και μας ανακουφίζουν. Σαφώς, λειτουργούν συνδυαστικά με τα αγαπημένα μας βιβλία.

Λίγη μελαγχολική μουσική μπορεί να βοηθήσει επίσης για να μεταβληθεί η διάθεσή μας. Ίσως αυτό ακούγεται παράδοξο, όμως η μουσική που εγείρει λυπητερά συναισθήματα, εν τέλει έχει τη δύναμη να τα εξαλείφει. Αντιθέτως, η έντονη, χαρούμενη μουσική σκοτεινιάζει περισσότερο τις μέρες μας, όταν είμαστε θλιμμένοι. Ταυτιζόμαστε με τους στίχους -του πρώτου είδους- και με αυτόν τον τρόπο ξεχνάμε προς στιγμήν τα δικά μας θέματα, ενώ επικεντρώνουμε την προσοχή μας σε αυτούς.

Δε σταματάμε να διαβάζουμε· νιώθουμε ότι οι λέξεις κυλούν γρήγορα και στο πέρασμά τους παίρνουν τα σκοτάδια μας. Βλέπουμε τις ιστορίες να ζωντανεύουν· κι εμείς μπαίνουμε  χωρίς καμία δυσκολία στη θέση των αγαπημένων μας πρωταγωνιστών. Ύστερα, αν αυτοί σκοτωθούν, αισθανόμαστε πως σκοτώνουμε ένα κομμάτι του εαυτού μας, ένα κομμάτι που ενδεχομένως θέλουμε να πεθάνει. Κι έτσι προχωράμε· αργά μα σταθερά, προχωράμε προς τη λύτρωση.

Είχα διαβάσει κάποτε, μία απ’ τις σκοτεινές μου μέρες, πως αν δεν αποδεχτούμε τη θλίψη μας, δεν μπορούμε να εκτιμήσουμε τη χαρά, όταν έρθει στη ζωή μας. Προσπάθησα, λοιπόν, εκείνη τη στιγμή να εντοπίσω την πηγή της θλίψης μου και να την αγκαλιάσω. Άλλωστε, η θλίψη μου, ήταν δικό μου συναίσθημα κι έπρεπε να το αγαπήσω για να το ξεπεράσω.

Όσο δύσκολο κι αν μου φαινόταν έσκαψα βαθιά μέσα μου και βρήκα τον τόπο γέννησής της. Εκεί, έκατσα κι έκλαψα· όχι επειδή ήμουν θλιμμένος πια, αλλά διότι κατάλαβα για ποιο λόγο βασάνιζα τον εαυτό μου. Κι έπειτα, χωρίς καν να προσπαθήσω, η θλίψη έφυγε κι ήρθαν μέρες χαράς να την καλύψουν. Διότι εγώ επέτρεπα στο σκοτάδι μου να εξαπλώνεται.

Οι σκοτεινές μας μέρες είναι γεμάτες καφέ και βιβλία. Ο καφές γιατρεύει τις πληγές μας διότι  εκείνες τις στιγμές συνοδεύεται από βαθυστόχαστες αναζητήσεις. Παράλληλα, τα βιβλία καλύπτουν τη μοναξιά, μας κρατούν παρέα και μας συντροφεύουν σε αυτές. Έπειτα είναι στο χέρι μας να μετατρέψουμε το σκοτάδι σε φως και να φέρουμε φωτεινές μέρες στον δικό μας πλανήτη.

Συντάκτης: Θάνος Κουλουβάκης
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη