«Σήμερα γα, σήμερα γάμος γίνεται, σ’ ωραίο περιβόλι, σ’ ωραίο περιβόλι». Τι συγκίνηση να βλέπεις τα φιλαράκια σου να ντύνονται με τα ιερά δεσμά του γάμου. Ρύζι μπασμάτι με το κιλό, γλέντι με όργανα, μπόλικες νοστιμιές κι εννιαόροφες τούρτες, λεβέντικοι και παραδοσιακοί χοροί. Το καλύτερο απ’ όλα, είναι που δύο τόσο ξεχωριστοί άνθρωποι πλέκουν τις ζωές τους παντοτινά, στα εύκολα και στα δύσκολα. Στη χαρά τους, η χαρά σου έρχεται άξαφνα να κοπεί όταν εκείνος ο ξεχασμένος τριτεξάδελφος απ’ το χωριό που σε περνάει δεκαπέντε χρόνια, σε κοιτάει και λέει φωναχτά: «Άντε, να παίρνουν σειρά κι οι επόμενοι» κι εσύ κλειδώνεις το ιδρωμένο σου βλέμμα οπουδήποτε αλλού πέραν του συντρόφου σου, που κάθεται δίπλα σου -δίκιο έχει ο εξάδελφος.

Πλέον είμαστε σε μια ηλικία κοντά στα πρώτα «-άντα» που μαζί με όλα τα υπόλοιπα που συνοδεύουν την ηλικία αυτή, ο γάμος αρχίζει και σου βαράει δυνατά την πόρτα. Η κοινωνία πιστεύει ότι έχουμε ωριμάσει αρκετά, έχουμε μαζέψει τις κατάλληλες εμπειρίες κι ότι πλέον είμαστε έτοιμοι να αναλάβουμε τις ευθύνες μιας οικογένειας. Και για να έρθει η οικογένεια, προαπαιτούμενο ο γάμος. Μεταξύ μας, είμαι ένα βήμα πριν τα πρώτα «-άντα» κι ακόμα δεν έχω βρει το μυστικό να κρατήσω εν ζωή έναν κάκτο που έχω στο σπίτι εδώ και τρία χρόνια –δεν ξέρω αν το ήξερες, αλλά κι οι κάκτοι χρειάζονται νερό– και δεν παίρνω σκύλο γιατί έχει πολλές ευθύνες -για γάμο είμαστε τώρα;

Μην ακούτε τι σας λένε. Το καλοκαίρι δεν το καταλαβαίνεις απ’ τη ζέστη, αλλά απ’ τους γάμους που είμαστε προσκεκλημένοι για κάθε δεύτερο Σάββατο μέχρι το Σεπτέμβρη. Τώρα, λοιπόν, το έχεις διαπιστώσει κι εσύ, πατάς τα είκοσι επτά κι όποια καινούργια γνωριμία κάνεις, φιλική και μη, μέσα σε ένα χρόνο έχει παντρευτεί. Και μάντεψε ποιος είναι αυτός που λαμβάνει μόνο προσκλήσεις; Εσένα μπορεί να μη σε πειράζει και να μη σου καίγεται καρφί, αλλά νοιάζει τη μάνα σου, τον πατέρα σου –πολύ αμφιβάλω–, τη γιαγιά σου, όλο σου το σόι μέχρι και τα τεταρτοξάδερφα που ψάχνουν αφορμή να ανταμωθείτε –ποιας θείας γιος είναι αυτός;–, τους γνωστούς που είχατε χαθεί μια δεκαετία και τον παπά της ενορίας που σε είχε στο κατηχητικό.

«Είδες; Ο Αντωνάκης της Μαρίας παντρεύτηκε και μάλιστα προικισμένη κοπέλα κι εσύ ακόμα στα τσιλιμπουρδίσματα έχεις μείνει, πότε θα σοβαρευτείς επιτέλους ολόκληρος μαντράχαλος;». «Ναι, μάνα, αλλά ο Κωστάκης της κυρά Γιώργαινας ακόμα μπακούρι είναι και περνάει τέλεια!». «Δε μας νοιάζουν τι κάνουν οι άλλοι, παιδί μου». Οι προσπάθειες να σε πείσουν δε σταματάνε εδώ κι επιστρατεύουν το συναίσθημα: «Εμ πότε θα κάνεις οικογένεια να δούμε και κάνα εγγονάκι, τώρα που στεκόμαστε ακόμα στα πόδια μας και έχουμε αντοχές;». Επειδή τελείωσε το Survivor, θα πρέπει εσύ να παντρευτείς και να κάνεις παιδί για να έχει να ασχολείται με κάτι η μάνα σου -ευτυχώς παίζουν ακόμα τα τούρκικα στην τηλεόραση και το ξεχνάει πού και πού. «Να δω μετά ποιος θα σου τα κρατάει».

«Αχ εγγονάκι μου, το ‘χω καημό να σε δω γαμπρό (νυφούλα) πριν κλείσω τα μάτια μου». «Γιαγιά, δε σε βλέπω να προλαβαίνεις». Κάποτε, στην ηλικία των είκοσι, λίγο πάνω λίγο κάτω, σε ρωτούσαν πότε με το καλό η παντρειά και το έκαναν για πείραγμα. Τώρα, ειλικρινά και σοβαρά μιλάω, αυτό δεν είναι πλέον πείραγμα, αλλά έχει ξεπεράσει τα όρια του bullying. Όπου κι αν σταθείς, το πρώτο πράγμα που σε ρωτάνε έχει να κάνει με το αν ήδη έχεις παντρευτεί ή πότε με το καλό η κουλούρα. Δε σε ρωτάνε οι ανύπαντροι. Υπάρχει αλληλεγγύη μεταξύ σας. Το βλέπεις στα μάτια τους. Αντ’ αυτού οι παντρεμένοι είναι που πιέζουν να σε βάλουν στο κλαμπ τους.

Τα συνοικέσια πάνε κι έρχονται. Και το κακό είναι ότι το σκέφτεσαι να τα γνωρίσεις. Απ’ τους ανύπαντρους ξεχωρίζουν αυτοί οι φίλοι που θέλουν διακαώς να σε δουν με τη βέρα στο δεξί για έναν και μόνο λόγο: Για να γνωρίσουν τα ξαδέρφια και τους φίλους του συντρόφου σου μπας και κάνουν κι αυτοί προκοπή. Όλοι ντυμένοι στην γκλαμουριά, λίγο το συναίσθημα της χαράς λόγω του γάμου, λίγο πότε θα παντρευτείς, λίγο πότε θα παντρευτώ, ωραία χορεύει αυτός, κοίτα τι κούκλα λυγερή είναι αυτή, ξέρεις τώρα. Στόχος των μέγα αρπαχτικών η ανύπαντρη καλλονή που θα πιάσει την ανθοδέσμη -κοπελιά, το νου σου γιατί έχεις πιστέψει ότι θα είσαι η επόμενη και τα μυρίζονται οι γύπες κάτι τέτοια!

Αφού ο κόμπος έχει φτάσει στο λαιμό προτείνω –δοκιμασμένο– τις εξής ατάκες για να σε αφήσουν στην κοσμάρα σου. Σε ανύπαντρους: «Δεν προλαβαίνω, έχω πολλή δουλειά τον τελευταίο καιρό, κυνηγάω το τζόκερ», «Καλά εγώ, εσύ γιατί δεν έχεις παντρευτεί ακόμα (1-0);». Σε παντρεμένες και γιαγιάδες: «Επίσης, και στα δικά σας», «Να ζήσουμε να τους θυμόμαστε». Σε παντρεμένους: «Κι εσύ που παντρεύτηκες, τι κατάλαβες (2-0);», «Επειδή εσύ την πάτησες, πρέπει να κάνουμε όλοι μας το ίδιο λάθος;». Πιστεύω στη δύναμη της αυτοάμυνας και πως η φαντασία σας θα οργιάζει με περισσότερες αφοπλιστικές ατάκες.

Όσο και να πιέζεται κάποιος, αν δε βρει τον κατάλληλο σύντροφο για να μοιραστεί τη ζωή του, δεν παντρεύεται, ο κόσμος να χαλάσει. Δεν αγοράζεις αμάξι, άνθρωπο παντρεύεσαι. Οπότε χαλαρώστε, γονείς, σόι και λοιποί κοινοί θνητοί, ηρεμήστε κι άμα είναι να έρθει το τυχερό θα έρθει από μόνο του. Με το στανιό παντρειά δε γίνεται.

Τριαντάρες κουφάλες, έρχονται κρεμάλες!

 

Συντάκτης: Γιώργος Μαντάς
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη