Υπάρχει αξία σε πολλά πράγματα στην καθημερινότητά μας τα οποία αγνοούμε. Αξία η οποία δεν μπορεί να μετρηθεί, να προσδιοριστεί, να εκφραστεί. Σε πράγματα τα οποία κοιτάζουμε, αλλά στ’ αλήθεια ποτέ δε βλέπουμε.

Έτσι, οι άνθρωποι ανέκαθεν έδιναν αξία στο ηλιοβασίλεμα. Σε αυτήν την ειδυλλιακή βουτιά του ήλιου σε έναν ωκεανό που υποδέχεται λαμπρά το τέλος μιας ακόμη μέρας. Λίγοι, όμως, υπήρξαν εκείνοι που εξύμνησαν το χάραμα, αυτό το ένδοξο διάστημα λίγων λεπτών, τη μοναδική στιγμή της ημέρας που σηματοδοτεί ταυτόχρονα το τέλος και την αρχή.

Είναι που είμαστε περίεργα όντα και μας ελκύει το «τέλος». Ανέκαθεν το επαινούμε και δίνουμε σε αυτό τον καλύτερό μας εαυτό, φορώντας τη γοητευτική μελαγχολία –που τόσο μας πηγαίνει– για να παριστάνουμε τους ήρωες σε ταινίες των 70’s.

Ο μεγαλύτερος εχθρός της χαραυγής είναι η ίδια μας η καθημερινότητα. Ο καθένας προτιμάει να χουζουρέψει στο κρεβάτι μέχρι το ξυπνητήρι της ύστατης στιγμής, στο οποίο δε χωράνε αναβολές κι όταν τελικά καταφέρει να βγει απ’ τα σκεπάσματα προσπαθεί να ανασυγκροτηθεί και να προετοιμαστεί για μια ακόμη μέρα βιοπάλης. Σε μέρες φυσικά που δε χρειάζεται να πάει στη δουλειά θα κοιμηθεί μέχρι το επόμενο μεσημέρι.

Ειδικά σε μια πόλη το να δει κανείς το χάραμα δεν είναι πάντα εύκολο, αλλά αυτό δε σημαίνει πως δεν είναι εκεί για εσένα. Όταν ξενυχτάς στο μπαλκόνι γεμίζοντας τασάκια κι αντί για το τηλεφώνημα που περίμενες έρχονται οι πρώτες αχτίδες του ήλιου να απελευθερώσουν κάθε παγωμένη –για καιρό– προσδοκία. Όταν οδηγείς συνοφρυωμένος στο δρόμο για τη δουλειά γκρινιάζοντας για το κρύο και ζητώντας απελπισμένα τον καυτό καφέ σου. Όταν επιστρέφεις από ξέφρενο night out και βγαίνεις απ’ το πρώτο μετρό της ημέρας με κλειστά ακόμη μάτια στις κυλιόμενες. Είναι εκεί για να σου δώσει την ευκαιρία που κανείς στ’ αλήθεια δε θα τολμήσει πια, αφού μάθαμε όλοι να είμαστε λιγόψυχοι και να μετράμε τις ευκαιρίες όπως ακριβώς κι ο φοιτητής τα ψιλά που του απέμειναν για να περάσει τον μήνα.

Το χάραμα έρχεσαι κατά πρόσωπο με την πραγματική μοναξιά σου. Τι κι αν ξέρεις πως υπάρχει η πιθανότητα να είσαι στα όνειρα κάποιου; Αυτή πάντα υπάρχει. Τη δεδομένη στιγμή, όμως, δεν είσαι στη σκέψη κανενός. Υπάρχεις μόνο εσύ κι ένας ουρανός που και πάλι δεν έχει να σου δώσει απαντήσεις, αλλά μονάχα ένα θεαματικό ζευγάρωμα χρωμάτων αποκλειστικά για τα μάτια σου. Νιώθεις λες κι είσαι μόνος σε ένα σύμπαν απ’ άκρη σ’ άκρη δικό σου και το μόνο που αποδεικνύει την ύπαρξη ζωής είναι τα πουλιά που κελαηδούν και που ανέκαθεν σε εκνεύριζαν, αφού ποτέ δεν έβρισκες τον λόγο για να το κάνουν.

Αν ένιωθες ασήμαντος στο πλήθος του χαοτικού κόσμου, φαντάσου πώς αισθάνεσαι εκείνη τη στιγμή που αυτός ο κόσμος ανοίγει τις πύλες του για λίγους. Για εκείνους με τα ανοιχτά μάτια που δεν εστιάζουν σε ένα τιμόνι, σε ένα φανάρι, σε ένα ρολόι, αλλά μονάχα στον ουρανό.

Σε αυτά τα λίγα λεπτά αισθάνεσαι όπως ακριβώς όταν ακούς ένα τραγούδι το οποίο εναρμονίζεται απόλυτα με το φουρτουνιασμένο μέσα σου κι εκφράζει όσα εσύ με λόγια δε θα κατάφερνες ποτέ. Ο κρύος αέρας μοιάζει πιο καθαρός και πιο δικός σου από ποτέ. Δεν είναι ένα μείγμα καυσαερίου και μικροβίων, αλλά μια ανάσα πριν τη δεύτερη ευκαιρία σου. Πριν τη δική σου βουτιά σε έναν κόσμο γεμάτο καρχαρίες, μεν, αλλά κι όστρακα, δε.

Κανένα χάραμα δεν είναι το ίδιο. Όπως ο καθένας μας έχει κάτι να δώσει, κάτι που διαφέρει από μέρα σε μέρα, έτσι κι ο ήλιος. Άλλοτε θα δεις έναν ουρανό πεντακάθαρο να φλέγεται στην ηδονή ροζ και πορτοκαλί αποχρώσεων, άλλοτε να ξεπροβάλλουν ηλιαχτίδες μέσα από γκρίζα σύννεφα κι άλλοτε θα βλέπεις μονάχα σύννεφα. Ίσως έχει κι εκείνος τις μαύρες του, άλλωστε όλοι έχουμε δικαίωμα στο day off! Ανέκαθεν, όμως, θα είναι εκεί για να σηματοδοτεί τη δεύτερη ευκαιρία στην οποία πολλές φορές κάνεις τα στραβά μάτια, φοβούμενος το μπουσούλημα της νέας αρχής.

Κι όσο για τα όνειρα, εκείνα που ευχήθηκες να πραγματοποιηθούν ως τα χαράματα ελπίζοντας πολλές φορές σε ένα θαύμα, μη λυπάσαι. Αν τα όνειρα χάνονταν στο άγγιγμα της πρώτης ηλιαχτίδας, δε θα επενδύαμε τόσο σε αυτά. Ίσως το όνειρό σου να μην πραγματοποιήθηκε όταν το είχες απελπισμένα ανάγκη να συμβεί, αλλά παραμένει μέσα σου. Θα είναι εκεί ως το ξημέρωμα που θα σε βρει πλάι στον άνθρωπο που θα το αξιοποιήσει όπως ακριβώς του αξίζει.

Όλοι μας γίναμε ένα με τις νότες του Πασχαλίδη ενστερνιζόμενοι το «και κάθε που χαράζει με τρώει το μαράζι». Αλλά δεν ήταν «ένα δύσκολο ξημέρωμα που πέρασε», ήταν «ένα δύσκολο βράδυ που πέρασε». Πάντα θα περνάει, πάντα θα ξημερώνει. Ίσως είναι το μόνο «πάντα» για το οποίο μπορεί κανείς να εγγυηθεί.

Το περιθώριο για μια νέα αρχή θα το βρεις μεταξύ του ορίζοντα και του ήλιου που ανατέλλει. Κι αν τελικά το χάραμα μερικές φορές πονάει περισσότερο απ’ το ηλιοβασίλεμα, είναι ακριβώς επειδή αυτό που σου προσφέρει αξίζει περισσότερο από καθετί.

Συντάκτης: Σοφία Μιχοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη