Ένας ιδιαίτερα τακτικός επισκέπτης υπάρχει στα ανώτερα πατώματα του νου σου κι ειδικά τις ώρες που περιτριγυρίζεσαι από πολύ κόσμο έρχεται στο μυαλό σου πολύ ή καθόλου. Μονίμως στα άκρα. Με την αναποφασιστικότητα που έχεις έμφυτη, δε θα βρεις απάντηση στο πρόβλημα. Θα συνεχίσεις ν’ αμφιταλαντεύεσαι φλερτάροντας πότε με το τίποτα, πότε με την εκνευριστική πληρότητα της χωρητικότητας των σκέψεών σου. Οι αναμνήσεις προβάλλονται ολοκάθαρα στο ταβάνι σου η μία μετά την άλλη κι άλλοτε αφήνεις το βλέμμα να χαθεί στο απέραντο του ουράνιου θόλου.

Αυτές οι εναλλαγές γίνονται ακαριαία. Σε μια συζήτηση με φίλους, σε μια βόλτα με κάποιον από τους μεταγενέστερούς του, σε κάποια φράση που θα σου αναφέρει στο τηλέφωνο ένας γνωστός, μία λέξη θα βρεθεί ικανή να τον θυμίσει και τότε είναι που ξεκινάει καταιγισμός αόριστων λογισμών. Κι ύστερα, σχεδόν το ίδιο απρόσμενα, κολλάς το βλέμμα κάπου και προσπαθείς απεγνωσμένα κάτι να σκεφτείς.

Μα μέσα στον λήθαργο από τις τόσες μνήμες, παύεις να επικοινωνείς με τον περίγυρό σου, ώσπου απ΄τη θολούρα των συναισθημάτων σου νιώθεις  ξανά σχεδόν ν’ ακουμπάς το σώμα του. Τότε ηρεμείς και προσγειώνεσαι απότομα σε μια πραγματικότητα που σου τον στερεί απ΄την καθημερινότητα της ρουτίνας σου. Είναι λες και κάτι σε χτύπησε στο στομάχι, είναι που φαίνεται τόσο περίεργο το «σ’ έχω δε σ’ έχω» και τις στιγμές που σε χτυπά η συνειδητοποίηση αυτού του διλήμματος, μουδιάζεις απ’ τα άκρα ως τα ενδότερα.

Όσο κι αν προσπάθησες δεν μπόρεσες να τον διαγράψεις από τη μνήμη σου. Οι αναμνήσεις σου μαζί του είναι ακόμα τόσο νωπές που νιώθεις πως αν κάνεις να τις αγγίξεις θα καταστραφούν. Τις φυλάς σαν προσωπικό θησαυρό. Μερικές εικόνες απ’ τα μάτια του, σκηνές από εξόδους σας, στιγμές από τα χείλη του επάνω στα δικά σου -μόνο αυτά σου έμειναν. Και μια φράση απλή, μικρή σε άγγιζε κάθε φορά που την άκουγες να βγαίνει από τα χείλη του. Την έβλεπες σαν χάδι να έρχεται και ν’ ακουμπάει κάθε τετραγωνικό χιλιοστό του σώματός σου, να σε αγκαλιάζει σαν αόρατη κουβέρτα. Και κάθε φορά που έβλεπες τη φράση αυτή να βγαίνει από το καλοσχηματισμένο στόμα του σε έπιανε τρέμουλο από την αγαλλίαση.

Μα τώρα είναι μακριά σου και πιθανόν να προσφέρει αυτή τη φράση κάπου άλλου. Τώρα πια έχεις καιρό να τον ακούσεις να λέει την οποιαδήποτε λέξη κι έχεις πάψει πλέον να επικεντρώνεις την προσοχή σου στο πώς οι λέξεις γλιστρούν από τα χείλη των ανθρώπων, τι χρώμα έχουν, τι υφή. Δε σε αφορούν αυτές οι λεπτομέρειες, καθώς κατέληξες στο συμπέρασμα, πως τελικά είναι καταστροφικές για την ψυχική σου ακεραιότητα. Σε κάνουν να δένεσαι με αυτόν που τις ξεστομίζει και τελευταία έχεις μια απομονωτική τάση να τους διώχνεις όλους από γύρω σου, οπότε θέλεις η απώλεια να είναι όσο το δυνατόν μικρότερη.

Τουλάχιστον, έτσι νόμιζες, ότι ξεγελούσες λιγάκι τον εαυτό σου. Κι άφησες έναν άνθρωπο να καθορίσει το πώς φέρεσαι και σε όλους τους υπόλοιπους με τους οποίους συναναστρέφεσαι. Σε σημάδεψαν τα λόγια του, διείσδυσαν στην ψυχή σου όπως κανενός στο παρελθόν καθησυχάζοντάς σε για όσο υπήρχε στη ζωή σου, μα σε σύνθλιψε εξερχόμενος από αυτήν.

Συντάκτης: Μαγδαληνή Μαρία Παπάζογλου
Επιμέλεια κειμένου: Μάιρα Τσιρίγκα