Σκέψου λίγο. Πόσα έχεις κρατήσει χωρίς να τους δώσεις φωνή; Πόσα ουρλιαχτά ακούς μέσα στο κεφάλι σου ταυτόχρονα; Με πόση μανία; Κι ασήμαντο να μοιάζει, είναι ικανό να σε παραλύσει. Και μόνο αυτό, το κάνει άμεση ανάγκη. Και βρίσκεστε από κοντά και προσπαθείς να πεις έστω μία λέξη, μα όλα σταματούν στο «Ξέρεις σκεφτόμουν…», σαν να παγώνει ο χρόνος. Πάλι δεν το είπες και πάλι θα σε τρώει μέχρι να σε αφήσει κενό μέσα. Και χάνοντας τον ύπνο σου κάπου λες «όχι». Και για πρώτη φορά, σαν να το εννοείς. Και παίρνεις το κινητό, ώρα 3:00 π.μ. και γράφεις. Όσα έχεις να βγάλεις. Βαθιά ανάσα. Αποστολή.

Και περιμένεις, και περιμένεις, και περιμένεις. Τα λεπτά περνούν σε ρυθμούς που πιο πολύ μοιάζουν με αιώνες και το μήνυμα που τόσο πολύ πάλεψες με τους δαίμονές σου να στείλεις παραμένει αναπάντητο. Όπως είναι το λογικό, κάνεις την κίνηση να ελέγξεις. Μήπως δε στάλθηκε ρε παιδί μου, μήπως δεν είχες σήμα. Κι όμως, «παραδόθηκε». Εντάξει μπορεί κάτι να κάνει, κάπου να είναι να μην το έχει δει. «Μαζί μου όλο με το κινητό είναι, τώρα βρήκε να το αφήσει; Μήπως δουλεύει; Μα μου έχει πει δε δουλεύει βράδια, το θυμάμαι. Όλα τα θυμάμαι, ό,τι ξεστομίζει. Θα το είχα συγκρατήσει.» Άλλο βάσανο τούτο.

Πλέον τα λεπτά δε μοιάζουν με ώρες, αλλά είναι. Ώρες που εσύ αντί να κοιμάσαι, ξενυχτάς πάνω από μια οθόνη μαύρη, ελπίζοντας για ένα φως. Ήχοι άλλων ειδοποιήσεων σε τινάζουν. Δεν υπάρχει λόγος πια. Μάλλον θα κοιμάται, καλύτερα, ας κοιμηθεί και για τους δύο σας. Βλέπεις, ακόμη δικαιολογείς. Έχουμε αυτή την τάση οι άνθρωποι, ευτυχώς ή δυστυχώς. Ξαφνικά γυρνάς πλευρό και βλέπεις τις πρώτες ακτίνες του ήλιου να πέφτουν στο πρόσωπό σου. Ακτίνες που μέχρι χθες σε έλουζαν, σήμερα σε καίνε. Και ακόμη ελπίζεις σ’ ένα χαμένο παιχνίδι, σχεδόν στημένο και ξανανοίγεις το κινητό. Κι όμως, «διαβάστηκε». Τώρα ξέρεις, πως αυτή η μέρα δε θα ξημερώσει καλά, όχι για σένα.

Ακόμη, βέβαια, ψάχνεις φθηνές δικαιολογίες, ξεπουλημένες. Τι, γιατί, πώς, μήπως. Μόνο αυτά έχεις το κουράγιο να ξεστομίσεις. Και να μιλήσεις σε κάποιον; Σε ποιον; Και τι να τους πεις; Ντρέπεσαι εσύ. Για την αδιαφορία κάποιου άλλου, τη δειλία, ντρέπεσαι εσύ. Και ντρέπεσαι και που νιώθεις έτσι, κορόιδο, για ακόμη μια φορά. Καλώς ή κακώς, όμως, ζούμε στην εποχή που το «διαβάστηκε» ή το «παραδόθηκε» αποτελούν μάστιγα, ένα ροκ συγκρότημα στο ζενίθ της καριέρας του. Και πρέπει να μάθεις σ’ αυτό, από αυτό. Καταλαβαίνω τη δυσκολία και το στρες που γεννά. Φοβάσαι να ξαναστείλεις αυτό το μήνυμα, είναι τζόγος. Κι εδώ δεν παίζονται λεφτά και σπίτια. Εδώ χαρίζεις συναισθήματα κι αδυναμίες κι αυτό είναι ένα ρίσκο που δε διατίθεσαι άλλο να πάρεις.

Μια συμβουλή έχω να σου δώσω: Όποιο και να εμφανιστεί στην οθόνη σου αυτό το βράδυ, «διαβάστηκε» ή «παραδόθηκε», αντί μιας απάντησης που τόσο λαχταράς κι αυτό απάντηση είναι. Καλή κακή, είναι απάντηση κι όσο πιο πολύ το σκεφτείς, τόσο πιο πολύ θα νιώσεις μια λογική. Βγάλε όλα τα άλλα από το μυαλό σου, τα σενάρια που το αλυσοδένουν. Και χρόνο έχει και μπορεί. Δεν ξέρει, δε θέλει και μόλις σου απάντησε. Δειλά, όπως αρμόζει σε τέτοια άτομα. Και τώρα πια, ξέρεις κι εσύ.

Κάπου είδα κάτι βιντεάκια που ρωτούσαν στον δρόμο κάθε νεαρό και νεαρή: «Τι είναι χειρότερο; Το «διαβάστηκε» ή το «παραδόθηκε»;». Αντί για απαντήσεις, εγώ είδα πρόσωπα να σκοτεινιάζουν ή να γελάνε όσο πιο δυνατά μπορούν για να κρύψουν όσα προλαβαίνουν, γιατί όλοι είχαν κάποιον να σκεφτούν. Εγώ λοιπόν, αυτή την ερώτηση την αποκαλώ κατάντια. Η απάντησή μου; «Αν ήθελε, θα το έκανε». Όχι να στείλει μια απάντηση. Όπου “το” βάλε “τα πάντα”.

Συντάκτης: Βασιλική Νοταρά
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου